συνακόλουθος: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνᾰκόλουθος''': -ον, ὁ συνακολουθῶν, συνοδεύων τινά, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 26, 2.
|lstext='''συνᾰκόλουθος''': -ον, ὁ συνακολουθῶν, συνοδεύων τινά, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 26, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[συνακόλουθος]], -ον, ΝΜΑ [[ἀκόλουθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επακόλουθος]], παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί [[κατά]] [[λογική]] [[αναγκαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[συνεπής]], [[σύμφωνος]] [[προς]] τον εαυτό του<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συνακόλουθο</i><br />το [[ακολούθημα]], το επακόλουθο, η [[συνέπεια]] («η [[στάση]] του [[είναι]] συνακόλουθο τών αντιλήψεών του»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει στη [[συνοδεία]] κάποιου.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[συνακόλουθος]], -ον, ΝΜΑ [[ἀκόλουθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επακόλουθος]], παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί [[κατά]] [[λογική]] [[αναγκαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[συνεπής]], [[σύμφωνος]] [[προς]] τον εαυτό του<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συνακόλουθο</i><br />το [[ακολούθημα]], το επακόλουθο, η [[συνέπεια]] («η [[στάση]] του [[είναι]] συνακόλουθο τών αντιλήψεών του»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει στη [[συνοδεία]] κάποιου.
|mltxt=-η, -ο / [[συνακόλουθος]], -ον, ΝΜΑ [[ἀκόλουθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επακόλουθος]], παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί [[κατά]] [[λογική]] [[αναγκαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[συνεπής]], [[σύμφωνος]] [[προς]] τον εαυτό του<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συνακόλουθο</i><br />το [[ακολούθημα]], το επακόλουθο, η [[συνέπεια]] («η [[στάση]] του [[είναι]] συνακόλουθο τών αντιλήψεών του»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει στη [[συνοδεία]] κάποιου.
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰκόλουθος Medium diacritics: συνακόλουθος Low diacritics: συνακόλουθος Capitals: ΣΥΝΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Transliteration A: synakólouthos Transliteration B: synakolouthos Transliteration C: synakolouthos Beta Code: sunako/louqos

English (LSJ)

ον,

   A coupled with, Arist. Rh.Al.1435b2.

German (Pape)

[Seite 998] mitfolgend, begleitend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰκόλουθος: -ον, ὁ συνακολουθῶν, συνοδεύων τινά, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 26, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / συνακόλουθος, -ον, ΝΜΑ ἀκόλουθος
νεοελλ.
1. επακόλουθος, παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί κατά λογική αναγκαιότητα
2. συνεπής, σύμφωνος προς τον εαυτό του
3. το ουδ. ως ουσ. το συνακόλουθο
το ακολούθημα, το επακόλουθο, η συνέπεια («η στάση του είναι συνακόλουθο τών αντιλήψεών του»)
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει στη συνοδεία κάποιου.

Greek Monolingual

-η, -ο / συνακόλουθος, -ον, ΝΜΑ ἀκόλουθος
νεοελλ.
1. επακόλουθος, παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί κατά λογική αναγκαιότητα
2. συνεπής, σύμφωνος προς τον εαυτό του
3. το ουδ. ως ουσ. το συνακόλουθο
το ακολούθημα, το επακόλουθο, η συνέπεια («η στάση του είναι συνακόλουθο τών αντιλήψεών του»)
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει στη συνοδεία κάποιου.