συνακμάζω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=être en même temps dans toute sa force, être florissant avec <i>ou</i> en même temps que, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀκμάζω]].
|btext=être en même temps dans toute sa force, être florissant avec <i>ou</i> en même temps que, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀκμάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) βρίσκομαι στην [[ακμή]] μου συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]] («μὴ συνακμασάντων [[μηδὲ]] συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[ανθώ]], [[θάλλω]] συγχρόνως<br /><b>μσν.</b><br />[[παλιώνω]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ [[ἔνδυμα]] συνακμάζει αὐτοῡ τῷ ἐκεῑ βίῳ», Νείλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνακμάζειν ταῑς ὁρμαῑς» — το να [[είναι]] [[κάτι]] στον ύψιστο βαθμό ζηλευτό για [[κάτι]] (<b>Πολ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) βρίσκομαι στην [[ακμή]] μου συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]] («μὴ συνακμασάντων [[μηδὲ]] συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[ανθώ]], [[θάλλω]] συγχρόνως<br /><b>μσν.</b><br />[[παλιώνω]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ [[ἔνδυμα]] συνακμάζει αὐτοῡ τῷ ἐκεῑ βίῳ», Νείλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνακμάζειν ταῑς ὁρμαῑς» — το να [[είναι]] [[κάτι]] στον ύψιστο βαθμό ζηλευτό για [[κάτι]] (<b>Πολ.</b>).
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) βρίσκομαι στην [[ακμή]] μου συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]] («μὴ συνακμασάντων [[μηδὲ]] συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[ανθώ]], [[θάλλω]] συγχρόνως<br /><b>μσν.</b><br />[[παλιώνω]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ [[ἔνδυμα]] συνακμάζει αὐτοῡ τῷ ἐκεῑ βίῳ», Νείλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνακμάζειν ταῑς ὁρμαῑς» — το να [[είναι]] [[κάτι]] στον ύψιστο βαθμό ζηλευτό για [[κάτι]] (<b>Πολ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνακμάζω Medium diacritics: συνακμάζω Low diacritics: συνακμάζω Capitals: ΣΥΝΑΚΜΑΖΩ
Transliteration A: synakmázō Transliteration B: synakmazō Transliteration C: synakmazo Beta Code: sunakma/zw

English (LSJ)

   A blossom or flourish at the same time, of plants, AP 11.417; of persons, Ἰφίτῳ σ. with Iphitus, Arist.Fr.533, cf. Plb.6.43.6, 31.26.3, Gal.15.455: abs., flourish together, Plu.TG3.    II συνακμάσαι ταῖς ὁρμαῖς πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων αὔξησιν rise to a great occasion, Plb.16.28.1.

German (Pape)

[Seite 997] zu gleicher Zeit blühen, zugleich in voller Kraft sein, συνακμάζουσαν ὀπώρην, Ep. ad. 60 (XI, 417); u. von Menschen, übertr., zugleich auf dem höchsten Gipfel des Glückes, der Macht, des Ruhmes stehen, συνηκμακυῖα τῷ βίῳ καὶ τῇ τύχῃ τοῦΣκιπίωνος, Pol. 32, 12, 3; συνακμάσαι ταῖς ὁρμαῖς πρός τι, mit Eifer bis zu einem Ziele ausharren, 16, 28, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συνακμάζω: ἀκμάζω συγχρόνως, ἐπὶ φυτῶν, Ἀνθ. Π. 11· 417· ἐπὶ προσώπων, Ἰφίτῳ σ., μετὰ τοῦ Ἰφ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, πρβλ. Πολύβ. 32. 12, 3, Πλουτ. Λυκοῦργ. 1· ― ἀπολ., ἀκμάζω ὁμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 3. ΙΙ. συνακμάζω ταῖς ὁρμαῖς πρός τι, εἶμαι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν ζηλωτὴς διά τι πρᾶγμα, Πολύβ. 16. 28, 1.

French (Bailly abrégé)

être en même temps dans toute sa force, être florissant avec ou en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, ἀκμάζω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην ακμή μου συγχρόνως με κάποιον άλλο («μὴ συνακμασάντων μηδὲ συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», Πλούτ.)
2. (για φυτά) ανθώ, θάλλω συγχρόνως
μσν.
παλιώνω μαζί με κάτι άλλο («τὸ ἔνδυμα συνακμάζει αὐτοῡ τῷ ἐκεῑ βίῳ», Νείλ.)
αρχ.
φρ. «συνακμάζειν ταῑς ὁρμαῑς» — το να είναι κάτι στον ύψιστο βαθμό ζηλευτό για κάτι (Πολ.).

Greek Monolingual

ΜΑ
1. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην ακμή μου συγχρόνως με κάποιον άλλο («μὴ συνακμασάντων μηδὲ συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», Πλούτ.)
2. (για φυτά) ανθώ, θάλλω συγχρόνως
μσν.
παλιώνω μαζί με κάτι άλλο («τὸ ἔνδυμα συνακμάζει αὐτοῡ τῷ ἐκεῑ βίῳ», Νείλ.)
αρχ.
φρ. «συνακμάζειν ταῑς ὁρμαῑς» — το να είναι κάτι στον ύψιστο βαθμό ζηλευτό για κάτι (Πολ.).