συνδιαβάλλω: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> franchir ensemble;<br /><b>2</b> calomnier, décrier <i>ou</i> accuser avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαβάλλω]]. | |btext=<b>1</b> franchir ensemble;<br /><b>2</b> calomnier, décrier <i>ou</i> accuser avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαβάλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br />[[διαβάλλω]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον ή [[διαβάλλω]] κάποιον από κοινού με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />(σχετικά με [[περιοχή]] ξηράς ή θάλασσας) [[διέρχομαι]], [[διασχίζω]] ή δαπλέω [[μαζί]] με άλλον («[τὰ πλοῑα] [[πάντα]] ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαβάλλω]] «[[διαπερνώ]], [[διαβαίνω]], [[συκοφαντώ]]»]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[διαβάλλω]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον ή [[διαβάλλω]] κάποιον από κοινού με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />(σχετικά με [[περιοχή]] ξηράς ή θάλασσας) [[διέρχομαι]], [[διασχίζω]] ή δαπλέω [[μαζί]] με άλλον («[τὰ πλοῑα] [[πάντα]] ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαβάλλω]] «[[διαπερνώ]], [[διαβαίνω]], [[συκοφαντώ]]»]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[διαβάλλω]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον ή [[διαβάλλω]] κάποιον από κοινού με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />(σχετικά με [[περιοχή]] ξηράς ή θάλασσας) [[διέρχομαι]], [[διασχίζω]] ή δαπλέω [[μαζί]] με άλλον («[τὰ πλοῑα] [[πάντα]] ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαβάλλω]] «[[διαπερνώ]], [[διαβαίνω]], [[συκοφαντώ]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:39, 29 September 2017
English (LSJ)
A cross together, πάντα [τὰ πλοῖα] ξυνδιέβαλλε τὸν κόλπον Th.6.44. II accuse along with, D.61.12:—Pass., to be accused together, Th.6.61, Lys.12.93, D.39.19.
German (Pape)
[Seite 1006] (s. βάλλω), mit od. zugleich übersetzen; – mit verleumden, anklagen, Thuc. 6, 44. 61; pass., Lys. 12, 93; συνδιαβάλλομαι οὐδὲν αἴτιος ὤν, Dem. 39, 19; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαβάλλω: μεταφέρω, διαβιβάζω διὰ μέσου τινὸς ὁμοῦ· καὶ ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. una trajicere, συνδ. τὸν κόλπον, διέρχομαι τὸν κόλπον ὁμοῦ, Θουκ. 6. 44. ΙΙ. κατηγορῶ, διαβάλλω, συκοφαντῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Δημ. 1404, ἐν τέλ. ― Παθ., συνδιαβάλλομαι, Θουκ. 6. 61, Λυσί. 128. 40, Δημ. 1000. 1.
French (Bailly abrégé)
1 franchir ensemble;
2 calomnier, décrier ou accuser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διαβάλλω.
Greek Monolingual
ΜΑ
διαβάλλω κάποιον μαζί με άλλον ή διαβάλλω κάποιον από κοινού με άλλον
αρχ.
(σχετικά με περιοχή ξηράς ή θάλασσας) διέρχομαι, διασχίζω ή δαπλέω μαζί με άλλον («[τὰ πλοῑα] πάντα ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαβάλλω «διαπερνώ, διαβαίνω, συκοφαντώ»].
Greek Monolingual
ΜΑ
διαβάλλω κάποιον μαζί με άλλον ή διαβάλλω κάποιον από κοινού με άλλον
αρχ.
(σχετικά με περιοχή ξηράς ή θάλασσας) διέρχομαι, διασχίζω ή δαπλέω μαζί με άλλον («[τὰ πλοῑα] πάντα ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαβάλλω «διαπερνώ, διαβαίνω, συκοφαντώ»].