συνεισάγω: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=introduire avec <i>ou</i> en même temps, acc. ; <i>fig.</i> amener : τινί [[τι]] une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰσάγω]]. | |btext=introduire avec <i>ou</i> en même temps, acc. ; <i>fig.</i> amener : τινί [[τι]] une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰσάγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ [[εἰσάγω]]<br />[[εισάγω]] συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεισάγομαι</i><br />α) (για [[δίκη]]) εισάγομαι για [[εκδίκαση]] [[μαζί]] με [[άλλη]]<br />β) (για [[νομοσχέδιο]]) εισάγομαι για [[ψηφοφορία]] [[μαζί]] με [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[εἰσάγω]]<br />[[εισάγω]] συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεισάγομαι</i><br />α) (για [[δίκη]]) εισάγομαι για [[εκδίκαση]] [[μαζί]] με [[άλλη]]<br />β) (για [[νομοσχέδιο]]) εισάγομαι για [[ψηφοφορία]] [[μαζί]] με [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]]. | |mltxt=ΝΑ [[εἰσάγω]]<br />[[εισάγω]] συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνεισάγομαι</i><br />α) (για [[δίκη]]) εισάγομαι για [[εκδίκαση]] [[μαζί]] με [[άλλη]]<br />β) (για [[νομοσχέδιο]]) εισάγομαι για [[ψηφοφορία]] [[μαζί]] με [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ],
A bring in together, τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.3.2.24; τὰ ἱερὰ ὀφειλήματα PEleph.26.6 (iii B.C.); ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Plu.2.91b, cf.Placit.1.27.3, Hierocl.in CA6p.428M., 22p.468M.:—Med., πυροῦ [ἀρτάβας] σ. τῇ ἐφετείᾳ φορολογίᾳ BGU1760.28 (i B.C.):— Pass., ᾧ συνεισάγεται in which is included . ., S.E.P.2.86, cf. Steph. in Hp.1.107D.
German (Pape)
[Seite 1011] (s. ἄγω), mit od. zugleich einführen, einbringen; Her. 5, 75; τὰ ἐπιτήδεια, Xen. Cyr. 3, 2, 24; – sc. στρατόν, zugleich einen Einfall thun, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνεισάγω: εἰσάγω ὁμοῦ, τὰ ἐπιτήδεια Ξεν. Κύρ. 3. 2, 24· ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Πλούτ. 2, 91Β. ― Παθ., συνεισάγεται, ἀκολουθεῖ συγχρόνως, ἐπὶ ἐπιδράσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2, 86· ― ῥηματ. ἐπίθετ. συνεισακτέον, δεῖ συνεισάγειν, Ὠριγέν. τ. 1, σ. 181Α.
French (Bailly abrégé)
introduire avec ou en même temps, acc. ; fig. amener : τινί τι une chose avec une autre.
Étymologie: σύν, εἰσάγω.
Greek Monolingual
ΝΑ εἰσάγω
εισάγω συγχρόνως
νεοελλ.
μέσ. συνεισάγομαι
α) (για δίκη) εισάγομαι για εκδίκαση μαζί με άλλη
β) (για νομοσχέδιο) εισάγομαι για ψηφοφορία μαζί με άλλο
αρχ.
1. συμπεριλαμβάνω
2. συνεισφέρω.
Greek Monolingual
ΝΑ εἰσάγω
εισάγω συγχρόνως
νεοελλ.
μέσ. συνεισάγομαι
α) (για δίκη) εισάγομαι για εκδίκαση μαζί με άλλη
β) (για νομοσχέδιο) εισάγομαι για ψηφοφορία μαζί με άλλο
αρχ.
1. συμπεριλαμβάνω
2. συνεισφέρω.