τίποτε: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[τίπτε]]. | |btext=v. [[τίπτε]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[τίποτα]] και [[τίποτις]] και τίποτσι και [[τίβοτας]] και τίβοτις και τίβοτσι και [[τίοτα]] και τίοτις Ν<br /><b>άκλ.</b> (αόρ. αντων.)<br /><b>1.</b> (γενικά) [[κάτι]] (α. «έμαθες [[τίποτε]];» β. «έχεις [[τίποτε]] [[ψιλά]] [[πάνω]] σου;»)<br /><b>2.</b> [[κάτι]] σπουδαίο, σημαντικό, άξιο λόγου («συνέβη [[τίποτε]];»)<br /><b>3.</b> (σε αρνητ. φρ.) κανένα απολύτως, [[ούτε]] το ελάχιστο («δεν απάντησε [[τίποτε]]»)<br /><b>4.</b> χρησιμοποιείται ως φιλοφρονητική [[απάντηση]] σε εκφράσεις όπως: [[ευχαριστώ]] ή [[συγγνώμη]] («[[ευχαριστώ]] για το [[δώρο]] σου — [[παρακαλώ]]<br />[[τίποτε]]»)<br /><b>5.</b> (με το ουδ. άρθρ.) <i>το [[τίποτε]]<br />το ελάχιστο, το παραμικρό («αρπάζεται με το [[τίποτε]]»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[άλλο]] [[τίποτε]]» — [[πάρα]] πολύ, με το [[παραπάνω]] («από δουλειά; [[άλλο]] [[τίποτε]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>τί ποτε</i> «τι [[άραγε]], τι [[τάχα]]» <b>βλ. λ.</b> Ο τ., ήδη από τη Μεσαιωνική, χρησιμοποιήθηκε με αόρ. σημ. για να δηλώσει [[κάτι]], [[οτιδήποτε]] ή [[κάτι]] σπουδαίο και με αρνητ. σημ. «κανένα, [[ούτε]] το ελάχιστο». Ο τ. [[τίποτα]] σχηματίστηκε από τον [[τίποτε]] [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> [[σήμερον]]: [[σήμερα]]) και ο τ. [[τίποτις]] [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>ις</i> (<b>πρβλ.</b> [[νωρίς]]). Οι τ., [[τέλος]], <i>τίποτσι</i>, [[τίβοτας]], [[τίοτα]] [[είναι]] διαλεκτικοί]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1117] was denn? warum doch?
Greek (Liddell-Scott)
τίποτε: ἢ τί ποτε; τί ἆρα, τί τάχα; quid tandem? τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; οὐ μανθάνω, τί θέλεις νὰ εἴπῃς, ὦ τέκνον; δὲν σὲ καταλαμβάνω, Σοφ. Φιλ. 914, 1089.
French (Bailly abrégé)
v. τίπτε.
Greek Monolingual
και τίποτα και τίποτις και τίποτσι και τίβοτας και τίβοτις και τίβοτσι και τίοτα και τίοτις Ν
άκλ. (αόρ. αντων.)
1. (γενικά) κάτι (α. «έμαθες τίποτε;» β. «έχεις τίποτε ψιλά πάνω σου;»)
2. κάτι σπουδαίο, σημαντικό, άξιο λόγου («συνέβη τίποτε;»)
3. (σε αρνητ. φρ.) κανένα απολύτως, ούτε το ελάχιστο («δεν απάντησε τίποτε»)
4. χρησιμοποιείται ως φιλοφρονητική απάντηση σε εκφράσεις όπως: ευχαριστώ ή συγγνώμη («ευχαριστώ για το δώρο σου — παρακαλώ
τίποτε»)
5. (με το ουδ. άρθρ.) το τίποτε
το ελάχιστο, το παραμικρό («αρπάζεται με το τίποτε»)
6. φρ. «άλλο τίποτε» — πάρα πολύ, με το παραπάνω («από δουλειά; άλλο τίποτε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τί ποτε «τι άραγε, τι τάχα» βλ. λ. Ο τ., ήδη από τη Μεσαιωνική, χρησιμοποιήθηκε με αόρ. σημ. για να δηλώσει κάτι, οτιδήποτε ή κάτι σπουδαίο και με αρνητ. σημ. «κανένα, ούτε το ελάχιστο». Ο τ. τίποτα σχηματίστηκε από τον τίποτε κατά τα επιρρ. σε -α (πρβλ. σήμερον: σήμερα) και ο τ. τίποτις κατά τα επιρρ. σε -ις (πρβλ. νωρίς). Οι τ., τέλος, τίποτσι, τίβοτας, τίοτα είναι διαλεκτικοί].