συσσύρω: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(6_3) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συσσύρω''': [ῡ], [[σύρω]] [[ὁμοῦ]], [[συσσωρεύω]], Ἑβδ. (Μακκ. Β΄ κεφ. Ε΄, 16), Φρύν. 433. | |lstext='''συσσύρω''': [ῡ], [[σύρω]] [[ὁμοῦ]], [[συσσωρεύω]], Ἑβδ. (Μακκ. Β΄ κεφ. Ε΄, 16), Φρύν. 433. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[σύρω]]<br /><b>1.</b> [[σαρώνω]] [[μαζί]], [[συσσωρεύω]] («Μένανδρος συσσύρας τὸν τοσούτων ὀνομάτων συρφετόν», Φρύν.)<br /><b>2.</b> [[τραβώ]] εδώ κι [[εκεί]] («ταῑς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἀπεδίδου», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A pull about, LXX 2 Ma.5.16; sweep together, ὀνομάτων συρφετόν Phryn.400. 2 sweep along with one, τοὺς ἀκούοντας, of Carneades compared to a torrent, Numen. ap. Eus.PE14.8.
Greek (Liddell-Scott)
συσσύρω: [ῡ], σύρω ὁμοῦ, συσσωρεύω, Ἑβδ. (Μακκ. Β΄ κεφ. Ε΄, 16), Φρύν. 433.
Greek Monolingual
Α σύρω
1. σαρώνω μαζί, συσσωρεύω («Μένανδρος συσσύρας τὸν τοσούτων ὀνομάτων συρφετόν», Φρύν.)
2. τραβώ εδώ κι εκεί («ταῑς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἀπεδίδου», ΠΔ).