ὑλοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui coupe le bois ; ὁ [[ὑλοτόμος]] bûcheron.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[τέμνω]].
|btext=ος, ον :<br />qui coupe le bois ; ὁ [[ὑλοτόμος]] bûcheron.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[τέμνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[ξύλο]]) αυτός που κόπηκε στο [[δάσος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑλότομον</i><br />[[είδος]] φυτού που κόβεται στο [[δάσος]], ή, κατ' άλλους, [[σκουλήκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλαμό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλοτόμος Medium diacritics: ὑλοτόμος Low diacritics: υλοτόμος Capitals: ΥΛΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: hylotómos Transliteration B: hylotomos Transliteration C: ylotomos Beta Code: u(lo/tomos

English (LSJ)

(parox.), ον, (τέμνω)

   A cutting or felling wood, πελέκεις Il.23.114; τέκτων LXXWi.13.11.    II Subst. ὑλοτόμος, ὁ, woodcutter, woodman, Il.23.123, Hes.Op.807, S.El.98 (anap.), IG12.1084.5, Thphr.HP3.9.3, Gal.17(2).229, etc.    III τὸ ὑλότομον either a plant cut in the wood (cf. τέμνω 111), used as a charm; or = worm (cf. φερέοικος), supposed to be the cause of pain in teething (οὐλοτόμοιο may be the right reading), h.Cer.229.

German (Pape)

[Seite 1177] Holz schlagend, fällend; ὁ ὑλ., der Holzschläger, Holzhauer, Il. 23, 114. 123; Hes. O. 809; ὥςτε δρῦν ὑλοτόμοι σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει Soph. El. 98; Antiphil. 27 (IX, 306). – Mit verändertem Accent, ὑλότομος, im Walde abgeschnitten, gehauen, τὸ ὑλότομον, ein im Walde geschnittenes Zauber- oder Heilmittel, H. h. Cer. 229.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοτόμος: -ον, (√ΤΕΜ, τέμνω), ὁ τέμνων ξύλα, πέλεκυς Ἰλ. Ψ. 114· τέκτων Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΓ΄, 11)· - ὡς οὐσιαστ. ὑλοτόμος, ὁ, ξυλοτόμος, ξυλοκόπος, Ἰλ. Ψ. 123, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 805, Σοφ. Ἠλ. 98, Θεόφρ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. ὑλοτόμος, ον, Παθ., ὁ ἐν τῷ δάσει τμηθείς· τὸ ὑλότομον, φυτὸν τμηθὲν ἐν τῷ δρυμῷ ἐν χρήσει δὲ ὡς θελκτήριον, φέρτερον ὑλοτόμοιο Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 229, πρβλ. τέμνω ΙΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe le bois ; ὁ ὑλοτόμος bûcheron.
Étymologie: ὕλη, τέμνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για ξύλο) αυτός που κόπηκε στο δάσος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλότομον
είδος φυτού που κόβεται στο δάσος, ή, κατ' άλλους, σκουλήκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καλαμό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].