χαλαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à relâcher, à détendre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[χαλάω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à relâcher, à détendre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[χαλάω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[χαλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[χαλάρωση]], που ξεσφίγγει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί [[μείωση]] της έντασης («ὁ χαλαστικὸς [[τρόπος]] τῆς ἐπιμελείας», Σέξτ. Εμπ.).
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλαστικός Medium diacritics: χαλαστικός Low diacritics: χαλαστικός Capitals: ΧΑΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chalastikós Transliteration B: chalastikos Transliteration C: chalastikos Beta Code: xalastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (χαλάω)

   A fit for slackening or making supple, ἔλαιον σωμάτων χ. Sch.Il.23.281, cf. Plu.2.658e.    2 laxative, Gal.Sect.Intr.7; ὁ χ. τρόπος τῆς ἐπιμελείας S.E.P.2.240.

German (Pape)

[Seite 1327] zum Nachlassen, Abspannen, Erschlaffen gehörig, geschickt; S. Emp. pyrrh. 2, 240; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλαστικός: -ή, -όν, (χαλάω) ὁ κατάλληλος πρὸς χαλάρωσιν ἢ ὁ ποιῶν τι χαλαρόν, μαλθακόν, ἔλαιον σωμάτων χ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281, πρβλ. Πλούτ. 2. 658Ε. 2) ὁ ἐπιφέρων χάλασιν, χαλάρωσιν, Γαλην. 1. 86· ὁ χ. τρόπος τῆς ἐπιμελείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 240.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à relâcher, à détendre, gén..
Étymologie: χαλάω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χαλῶ
1. αυτός που προκαλεί χαλάρωση, που ξεσφίγγει
2. μτφ. αυτός που προκαλεί μείωση της έντασης («ὁ χαλαστικὸς τρόπος τῆς ἐπιμελείας», Σέξτ. Εμπ.).