ταρμύσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ταρβέω]].
|btext=<i>c.</i> [[ταρβέω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[φοβίζω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. με [[επίθημα]] -<i>ύσσω</i> (<b>πρβλ.</b> [[αἰθύσσω]]), άγνωστης ετυμολ. Δεν ικανοποιούν [[ούτε]] η [[σύνδεση]] με το ρ. [[τρέμω]] και με τα <i>τέ</i>-[[τραμ]]-<i>ος</i> / [[τετραμαίνω]] [[ούτε]] η [[αναγωγή]] της λ. σε αμάρτυρο τ. <i>ταρμός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείρω]] «[[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρμύσσω Medium diacritics: ταρμύσσω Low diacritics: ταρμύσσω Capitals: ΤΑΡΜΥΣΣΩ
Transliteration A: tarmýssō Transliteration B: tarmyssō Transliteration C: tarmysso Beta Code: tarmu/ssw

English (LSJ)

   A frighten, Lyc.1177. (Hence ἀτάρμυκτος).

German (Pape)

[Seite 1071] = φοβεῖν, Suid. aus Lycophr. 1177 nach Emend.

Greek (Liddell-Scott)

ταρμύσσω: ἐμβάλλω εἰς φόβον, φοβῶ, Λυκόφρ. 1177, ἔνθα ἴδε Bachm. (Ὅθεν ἀτάρμυκτος).

French (Bailly abrégé)

c. ταρβέω.

Greek Monolingual

Α
φοβίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. με επίθημα -ύσσω (πρβλ. αἰθύσσω), άγνωστης ετυμολ. Δεν ικανοποιούν ούτε η σύνδεση με το ρ. τρέμω και με τα τέ-τραμ-ος / τετραμαίνω ούτε η αναγωγή της λ. σε αμάρτυρο τ. ταρμός (< τείρω «ταλαιπωρώ, βασανίζω»)].