φαρμακεύς: Difference between revisions
(T22) |
(44) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=φαρμακεως, ὁ ([[φάρμακον]]), [[one]] [[who]] prepares or uses magical remedies; a [[sorcerer]]: (Sophicles, [[Plato]], Josephus, Lucian, [[Plutarch]], others.) | |txtha=φαρμακεως, ὁ ([[φάρμακον]]), [[one]] [[who]] prepares or uses magical remedies; a [[sorcerer]]: (Sophicles, [[Plato]], Josephus, Lucian, [[Plutarch]], others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που παρασκευάζει και χορηγεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρασκευαστής]] και [[πωλητής]] φαρμάκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κεραμ</i>-<i>εύς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A poisoner, sorcerer, S.Tr.1140, Pl.Smp.203d, etc.; γνήσιοι σοφισταὶ καὶ φ. Jul.Or.6.197d. II druggist, apothecary, Aret.CD2.12.
German (Pape)
[Seite 1256] ὁ, der Arznei-, Zaubermittel, Gift bereitet und bei Andern anwendet, Zauberer, Giftmischer; Soph. Tr. 1130; καὶ γόης Plat. Conv. 203 d; – aber auch der solche Mittel braucht.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκεύς: έως, ὁ, ὁ δηλητηριάζων, φαρμακεύων, μάγος, Σοφ. Τρ. 1140, Πλάτ. Συμπ. 203D, κλπ. ΙΙ. φαρμακοποιός, ὁ παρασκευάζων καὶ πωλῶν φάρμακα, φαρμακοπώλης, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 12.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui compose des préparations magiques, d’où
1 empoisonneur;
2 magicien, sorcier.
Étymologie: φάρμακον.
English (Strong)
from pharmakon (a drug, i.e. spell-giving potion); a druggist ("pharmacist") or poisoner, i.e. (by extension) a magician: sorcerer.
English (Thayer)
φαρμακεως, ὁ (φάρμακον), one who prepares or uses magical remedies; a sorcerer: (Sophicles, Plato, Josephus, Lucian, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-έως, ὁ, ΜΑ
αυτός που παρασκευάζει και χορηγεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα
αρχ.
παρασκευαστής και πωλητής φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. -εύς (πρβλ. κεραμ-εύς)].