τερατουργία: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> habileté de charlatan, jonglerie;<br /><b>2</b> amour du merveilleux.<br />'''Étymologie:''' [[τερατουργός]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> habileté de charlatan, jonglerie;<br /><b>2</b> amour du merveilleux.<br />'''Étymologie:''' [[τερατουργός]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[τερατουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τερατώδης]] [[πράξη]], [[τερατούργημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να κάνει [[κανείς]] θαυμαστά πράγματα, [[θαυματοποιία]]<br /><b>2.</b> η [[χρησιμοποίηση]] θαυμαστών πραγμάτων ή διηγήσεων<br /><b>3.</b> [[τάση]] για [[χρησιμοποίηση]] ή και το ιδιαίτερο [[ενδιαφέρον]] που δείχνει [[κανείς]] για [[καθετί]] το παράξενο<br /><b>4.</b> η [[χρησιμοποίηση]] μαγικών τεχνασμάτων, [[αγυρτεία]].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτουργία Medium diacritics: τερατουργία Low diacritics: τερατουργία Capitals: ΤΕΡΑΤΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: teratourgía Transliteration B: teratourgia Transliteration C: teratourgia Beta Code: teratourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A working of wonders, Porph.Abst.2.42; ἡ περὶ γαστέρα τ. its wonderful working, Ph.1.60.    II use or love of the marvellous, ἡ ἐν τοῖς λόγοις τ. Luc.Icar.6, cf. Plu.2.17b (pl.).

German (Pape)

[Seite 1093] ἡ, das Wunderthun, die Gaukelei, Sp., wie Plut. u. Luc. Icar. 6, ἐν τοῖς λόγοις, Aufschneiderei.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτουργία: ἡ, τὸ τερατουργεῖν τὸ ἐργάζεσθαι τέρατα, θαύματα, θαυμαστὰ πράγματα, Πλούτ. 2. 17Β. ΙΙ. ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ θαυμαστόν, ἡ ἐν τοῖς τ. Λουκ. Ἰκαρ. 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 habileté de charlatan, jonglerie;
2 amour du merveilleux.
Étymologie: τερατουργός.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τερατουργός
νεοελλ.
τερατώδης πράξη, τερατούργημα
αρχ.
1. το να κάνει κανείς θαυμαστά πράγματα, θαυματοποιία
2. η χρησιμοποίηση θαυμαστών πραγμάτων ή διηγήσεων
3. τάση για χρησιμοποίηση ή και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που δείχνει κανείς για καθετί το παράξενο
4. η χρησιμοποίηση μαγικών τεχνασμάτων, αγυρτεία.