σωστός: Difference between revisions

From LSJ

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source
(6_11)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωστός''': -ή, -όν, σεσωσμένος, [[σῶος]], [[πλοῖον]] [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Κατεψευσμένης Ἱστορίας 6· ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''σωστός''': -ή, -όν, σεσωσμένος, [[σῶος]], [[πλοῖον]] [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Κατεψευσμένης Ἱστορίας 6· ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άρτιος]], [[χωρίς]] ατέλειες ή ελλείψεις (α. «σωστό [[είναι]] το [[ποσό]]» β. «σωστά τα [[μέλη]] αν έχει, γή όμορφος γή [[άσκημος]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακριβής]], [[πλήρης]] («μια σωστή δουλειά δεν κάνει»)<br /><b>3.</b> [[ορθός]] (α. «σωστό το [[συμπέρασμα]]» β. «δεν ακολούθησε σωστή [[θεραπεία]]»)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευθύς]], [[ακέραιος]] [[χαρακτήρας]] («[[σωστός]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σωστό</i><br />[[δίκαιος]], [[ορθός]] [[λόγος]], δίκαιη, ορθή [[ενέργεια]], [[πράξη]], [[στάση]], [[συμπεριφορά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «το σωστό σωστό» — η [[αλήθεια]] [[πρέπει]] να λέγεται<br />β) «δεν [[είναι]] με τα σωστά του» — παραλογίζεται, λέει ανοησίες<br />γ) «με τα σωστά σου μιλάς;» — μιλάς [[σοβαρά]] ή αστειεύεσαι;<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῴζω]] με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. τών ρηματ. επιθ. -<i>τός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωστός Medium diacritics: σωστός Low diacritics: σωστός Capitals: ΣΩΣΤΟΣ
Transliteration A: sōstós Transliteration B: sōstos Transliteration C: sostos Beta Code: swsto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A safe, πλοῖον Apollon.Mir.6.

German (Pape)

[Seite 1061] gerettet, erhalten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σωστός: -ή, -όν, σεσωσμένος, σῶος, πλοῖον Ἀπολλώνιος περὶ Κατεψευσμένης Ἱστορίας 6· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΑ
νεοελλ.
1. άρτιος, χωρίς ατέλειες ή ελλείψεις (α. «σωστό είναι το ποσό» β. «σωστά τα μέλη αν έχει, γή όμορφος γή άσκημος», Ερωτόκρ.)
2. ακριβής, πλήρης («μια σωστή δουλειά δεν κάνει»)
3. ορθός (α. «σωστό το συμπέρασμα» β. «δεν ακολούθησε σωστή θεραπεία»)
4. (για πρόσ.) ευθύς, ακέραιος χαρακτήραςσωστός άνθρωπος»)
5. το ουδ. ως ουσ. το σωστό
δίκαιος, ορθός λόγος, δίκαιη, ορθή ενέργεια, πράξη, στάση, συμπεριφορά
6. φρ. α) «το σωστό σωστό» — η αλήθεια πρέπει να λέγεται
β) «δεν είναι με τα σωστά του» — παραλογίζεται, λέει ανοησίες
γ) «με τα σωστά σου μιλάς;» — μιλάς σοβαρά ή αστειεύεσαι;
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω με δυσερμήνευτο -σ- + κατάλ. τών ρηματ. επιθ. -τός].