χήμη: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />came, <i>sorte de coquillage</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαίνω]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />came, <i>sorte de coquillage</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]] σαν το [[στόμα]] που χασμουριέται<br /><b>2.</b> δίθυρο [[μαλάκιο]]<br /><b>3.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>χη</i>- του ρ. [[χαίνω]] /[[χάσκω]] (για τον φωνηεντισμό <b>βλ. λ.</b> [[χάσκω]]) με κατάλ. -<i>μη</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κώ</i>-<i>μη</i>, <i>ῥύ</i>-<i>μη</i> (για τη [[σχέση]] της λ. με το ρ. [[χαίνω]], <b>πρβλ.</b> το [[ερμήνευμα]] του <b>Ησύχ.</b> [[χήμη]]<br />[[χάσμη]], <i>χηραμὶς [[λεία]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (χάσκω)
A yawning, gaping, Hsch. II clam, Philyll. 13, Arist.HA547b13, Ael.NA15.12; χ. τραχεῖαι, λεῖαι, PCair.Zen. 82.12 (iii B. C.), cf. Xenocr.Aq.31. 2 measure, Hp.Mul.1.75, 78: there were larger and smaller kinds, Cleopatra ap.Gal.19.769.
German (Pape)
[Seite 1353] ἡ, 1) das Gähnen, Maulaufsperren. – Dah. die Gienmuschel, mit zwei klaffenden Schaalen, chama, Arist. H. A. 5, 15 Ael. H. A. 15, 12 u. A. – 2) ein Maaß von drei, u. ein kleineres von zwei Drachmen, Hippocr.; vgl. Lob. Phryn. 387.
Greek (Liddell-Scott)
χήμη: ἡ, (√ΧΑ, χάσκω) τὸ χαίνειν, χάσκειν· χάσμη, «χήμη· χηραμίς. ☥λεία» Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος κογχύλης, «χηβάδας» κληθείσης οὕτως ἐκ τοῦ χαίνοντος ὀστράκου αὐτῆς, Λατ. chama, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσιν» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 14, Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 12, Ξενοκρ. 9. 16, 37, 38, 43, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν σελ. 116, 117, 145, κτλ. 2) μέτρον ἔχον περίπου τὴν χωρητικότητα τοῦ ὀστράκου τῆς χήμης (πρβλ. κόγχη), Ἱππ. 621. 42., 625. 31· ὑπῆρχον δύο εἴδη, μεῖζον καὶ ἔλασσον, πρβλ. Γαλην. 19. 763. - Ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 387.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
came, sorte de coquillage.
Étymologie: χαίνω.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. άνοιγμα σαν το στόμα που χασμουριέται
2. δίθυρο μαλάκιο
3. μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χη- του ρ. χαίνω /χάσκω (για τον φωνηεντισμό βλ. λ. χάσκω) με κατάλ. -μη, πρβλ. κώ-μη, ῥύ-μη (για τη σχέση της λ. με το ρ. χαίνω, πρβλ. το ερμήνευμα του Ησύχ. χήμη
χάσμη, χηραμὶς λεία)].