συνυφή: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(6_9)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνῠφή''': ἡ, = [[συνύφασμα]], [[ὕφασμα]], Πλάτ. Νόμ. 734Ε. 2) μεταφορ., [[κατασκευή]], οἰκήσεων ὁ αὐτ. ἐν Ἐπινομ. 975Β· σ. ἐρωτικὴ Μάξ. Τύρ. 265.
|lstext='''συνῠφή''': ἡ, = [[συνύφασμα]], [[ὕφασμα]], Πλάτ. Νόμ. 734Ε. 2) μεταφορ., [[κατασκευή]], οἰκήσεων ὁ αὐτ. ἐν Ἐπινομ. 975Β· σ. ἐρωτικὴ Μάξ. Τύρ. 265.
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυνυφή, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πλοκή]] («[[καθάπερ]] οὖν δή τινα ξυνυφὴν ἢ καὶ πλέγμ' [[ἄλλο]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> πρόσθετο ύφασμα που προκύπτει από τη [[διάνοιξη]] του [[κυρίως]] υφάσματος<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σύνθεση]], [[κατασκευή]]<br />β) ερωτική [[περίπτυξη]] («ἐρωτικὴν... ξυνυφήν», Μάξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὑφή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παρ</i>-<i>υφή</i>].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνῠφή Medium diacritics: συνυφή Low diacritics: συνυφή Capitals: ΣΥΝΥΦΗ
Transliteration A: synyphḗ Transliteration B: synyphē Transliteration C: synyfi Beta Code: sunufh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = συνύφασμα, web, Pl.Lg.734e.    2 metaph., construction, οἰκήσεων Id.Epin.975b; ἐρωτικὴ ξ. amorous embrace, Max. Tyr.26.5 (ξυμφυήν Reiske).

Greek (Liddell-Scott)

συνῠφή: ἡ, = συνύφασμα, ὕφασμα, Πλάτ. Νόμ. 734Ε. 2) μεταφορ., κατασκευή, οἰκήσεων ὁ αὐτ. ἐν Ἐπινομ. 975Β· σ. ἐρωτικὴ Μάξ. Τύρ. 265.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνυφή, ἡ, Α
1. πλοκήκαθάπερ οὖν δή τινα ξυνυφὴν ἢ καὶ πλέγμ' ἄλλο», Πλάτ.)
2. πρόσθετο ύφασμα που προκύπτει από τη διάνοιξη του κυρίως υφάσματος
3. μτφ. α) σύνθεση, κατασκευή
β) ερωτική περίπτυξη («ἐρωτικὴν... ξυνυφήν», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑφή (πρβλ. παρ-υφή].