ὑπέρλαμπρος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> trop brillant;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix, adv.</i> • ὑπέρλαμπρον DÉM avec de trop grands éclats de voix.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[λαμπρός]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> trop brillant;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix, adv.</i> • ὑπέρλαμπρον DÉM avec de trop grands éclats de voix.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[λαμπρός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπέρλαμπρος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[λαμπρός]], [[λαμπρότατος]] («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[μεγαλοπρεπής]], μεγαλοπρεπέστατος<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) πολύ διακεκριμένος («[[ὑπέρλαμπρος]] καὶ ἐξοχώτατος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ήχο) πολύ [[καθαρός]], [[ευκρινής]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὑπέρλαμπρον</i><br />με [[μεγάλη]] ηχητική [[καθαρότητα]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρλαμπρος Medium diacritics: ὑπέρλαμπρος Low diacritics: υπέρλαμπρος Capitals: ΥΠΕΡΛΑΜΠΡΟΣ
Transliteration A: hypérlampros Transliteration B: hyperlampros Transliteration C: yperlampros Beta Code: u(pe/rlampros

English (LSJ)

ον,

   A exceedingly bright, ἀκτῖνες Ar.Nu.571 (lyr.).    2 very splendid, ἀγορά Aristid.Or.18(20).6.    II of sound, very clear or loud: neut. as Adv., ὀλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον D.18.260.    III very distinguished, Plu.Pomp.14; in titles, ἡ ὑ. ὑμῶν εὐσέβεια, τὸ ὑ. ὑμῶν ὕψος, PLips.34.21 (iv A. D.), PMasp.8.9 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1198] übermäßig hell, glänzend, ἀκτῖνες Ar. Nubb. 562; – laut, ὑπέρλαμπρον ὀλολύζειν Dem. 18, 259; – berühmt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρλαμπρος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν λαμπρός, ἀκτῖνες Ἀριστοφ. Νεφ. 571. ΙΙ. ἐπὶ ἤχου, λίαν λαμπρός, καθαρός, σαφής, εὐκρινὴς ἢ ἰσχυρός· ἐπίρρ. ὁλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον Δημ. 313. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 trop brillant;
2 en parl. de la voix, adv. • ὑπέρλαμπρον DÉM avec de trop grands éclats de voix.
Étymologie: ὑπέρ, λαμπρός.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέρλαμπρος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ λαμπρός, λαμπρότατος («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. πολύ μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέστατος
2. (κυρίως ως τιμητικός τίτλος) πολύ διακεκριμένος («ὑπέρλαμπρος καὶ ἐξοχώτατος», επιγρ.)
3. (για ήχο) πολύ καθαρός, ευκρινής
4. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρλαμπρον
με μεγάλη ηχητική καθαρότητα.