τρισσός: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(SL_2)
(42)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[τρισσός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> threefold Ἥρας τ' [[ἀγῶν]] ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (P. 8.80)
|sltr=[[τρισσός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> threefold Ἥρας τ' [[ἀγῶν]] ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (P. 8.80)
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ, και αττ. τ. [[τριττός]] και ιων. τ. [[τριξός]], Α<br />[[τριπλός]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρισσά</i><br />κώδικες με [[τρεις]] στήλες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίτος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τρισσοί</i><br />ασπίδες<br /><b>4.</b> (στον πληθ. όλων τών γενών) [[τρεις]] («τρισσῶν θεῶν» — τών τριών θεών (<b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρισσῶς</i> Α<br />[[τριπλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τρισσός]] <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τρεις]], [[τρία]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σσός</i> μέσω ενός τ. <i>τριχjος</i> επίρρ. [[τρίχα]] (<b>πρβλ.</b> [[δισσός]] <span style="color: red;"><</span> <i>διχjος</i><span style="color: red;"><</span> [[δίχα]]). Ο τ. [[τριξός]]<br /><span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ξός</i> μέσω ενός τ. <i>τριχθjος</i> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[τριχθά]] (<b>πρβλ.</b> [[διξός]] <span style="color: red;"><</span> <i>διχθjος</i> <span style="color: red;"><</span> [[διχθά]])].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισσός Medium diacritics: τρισσός Low diacritics: τρισσός Capitals: ΤΡΙΣΣΟΣ
Transliteration A: trissós Transliteration B: trissos Transliteration C: trissos Beta Code: trisso/s

English (LSJ)

ή, όν; Att. τριττός Pl.Lg.782d, etc.; Ion. τριξός (q. v.): (τρίς):—

   A threefold, Hes.Fr.191, E.Fr.285.3, etc.; τρισσὸν ζεῦγος τρισσῶν (sed leg. τριῶν) θεῶν Id.Tr.924; πρᾶσις τ. γραφεῖσα POxy.1208.24 (iii A. D.):—Adv. -ῶς Thphr. ap. D.H.Lys.14, LXXPr.22.20, al., AP 12.123.    II in pl., = τρεῖς, Pi.P.8.80, S.OT164 (lyr.), OC479, E.Hec.645 (lyr.), Pl.R.504a.    III = τρίτος, IG12(2).129.8 (Mytil.).    IV τρισσοί, = shields, misrendering of Hebr. šelātî through confusion with šālōš 'three', LXX4 Ki.11.10.    V literal rendering of Hebr. šālīš 'measure containing third part (of unknown unit)', Aq.Is.40.12.

Greek (Liddell-Scott)

τρισσός: ή, όν· νεώτερ. Ἀττ. τριττὸς (Πλάτ. Νόμ. 782D)· Ἰων. τριξὸς (ὃ ἴδε), πρβλ. διξός· (τρίς)· - τριπλοῦς, Λατ. triplex, Ἡσ. Ἀποσπ. 68. 2, Εὐρ. κλπ.· τρισσὸν ζεῦγος τρισσῶν θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 924. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀνθ. Π. 12. 123, Διον. Ἁλ., κλπ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., = τρεῖς, Πινδ. Π. 8. 115, Σοφ. Ο. Τ. 164, Ο. Κ. 479, Πλάτ. Πολ. 504Α, κλπ.· πρβλ. τριφάσιος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 triple;
2 au plur. trois ; adv. • τρισσά triplement.
Étymologie: τρίς ; cf. τριξός.

English (Slater)

τρισσός
   1 threefold Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (P. 8.80)

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ, και αττ. τ. τριττός και ιων. τ. τριξός, Α
τριπλός
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρισσά
κώδικες με τρεις στήλες
αρχ.
1. τρίτος
2. ονομασία μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισσοί
ασπίδες
4. (στον πληθ. όλων τών γενών) τρεις («τρισσῶν θεῶν» — τών τριών θεών (Ευρ.).
επίρρ...
τρισσῶς Α
τριπλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρισσός < τρι- (βλ. λ. τρεις, τρία) + επίθημα -σσός μέσω ενός τ. τριχjος επίρρ. τρίχα (πρβλ. δισσός < διχjος< δίχα). Ο τ. τριξός
< τρι- + επίθημα -ξός μέσω ενός τ. τριχθjος < επίρρ. τριχθά (πρβλ. διξός < διχθjος < διχθά)].