φιλοκτήμων: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(6_19)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοκτήμων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, [[φιλοκερδής]], [[φιλοχρήματος]], Σόλων 35. 19· μὴ γίνου [[φιλάργυρος]], μὴ [[αἰσχροκερδής]], μὴ [[φιλοκτήμων]] Ἀθαν. τ. 2, σ. 361D, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 264, κλπ., Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. ἐν λ. [[φιλοκτέανος]].
|lstext='''φῐλοκτήμων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, [[φιλοκερδής]], [[φιλοχρήματος]], Σόλων 35. 19· μὴ γίνου [[φιλάργυρος]], μὴ [[αἰσχροκερδής]], μὴ [[φιλοκτήμων]] Ἀθαν. τ. 2, σ. 361D, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 264, κλπ., Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. ἐν λ. [[φιλοκτέανος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που επιθυμεί έντονα και επιδιώκει επίμονα την [[συσσώρευση]] κτημάτων, την [[πρόσκτηση]] υλικών κερδών, [[πλεονέκτης]], [[άπληστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτήμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>κτήμων</i>].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκτήμων Medium diacritics: φιλοκτήμων Low diacritics: φιλοκτήμων Capitals: ΦΙΛΟΚΤΗΜΩΝ
Transliteration A: philoktḗmōn Transliteration B: philoktēmōn Transliteration C: filoktimon Beta Code: filokth/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A = φιλοκτέανος, Sol.36.19, Ptol.Tetr.158.

German (Pape)

[Seite 1281] = φιλοκτέανος, Solon. frg. 28 in VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκτήμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, φιλοκερδής, φιλοχρήματος, Σόλων 35. 19· μὴ γίνου φιλάργυρος, μὴ αἰσχροκερδής, μὴ φιλοκτήμων Ἀθαν. τ. 2, σ. 361D, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 264, κλπ., Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. ἐν λ. φιλοκτέανος.

Greek Monolingual

-ον, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) αυτός που επιθυμεί έντονα και επιδιώκει επίμονα την συσσώρευση κτημάτων, την πρόσκτηση υλικών κερδών, πλεονέκτης, άπληστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κτήμων (< κτήμα), πρβλ. πολυ-κτήμων].