ὑποπτήσσω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(Autenrieth)
(44)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only perf. [[part]]., [[ὑποπεπτηῶτες]], having crouched [[down]] [[timidly]] [[under]] and [[hidden]] [[themselves]] [[amid]] the leaves, πετάλοις, Il. 2.312†.
|auten=only perf. [[part]]., [[ὑποπεπτηῶτες]], having crouched [[down]] [[timidly]] [[under]] and [[hidden]] [[themselves]] [[amid]] the leaves, πετάλοις, Il. 2.312†.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ζαρώνω]] από φόβο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] [[επιφυλακτικός]] από φόβο ή [[ντροπή]]<br />β) [[χάνω]] το [[θάρρος]] μου [[μπροστά]] σε κάποιον, [[υποχωρώ]] και υποτάσσομαι σε κάποιον<br />γ) [[δείχνω]] [[ευλάβεια]] και σεβασμό σε κάποιον («μή τί σοι δοκῶ ταρβεῑν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους θεούς;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτήσσω]] «μαζεύομαι, [[ζαρώνω]] από φόβο»].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπτήσσω Medium diacritics: ὑποπτήσσω Low diacritics: υποπτήσσω Capitals: ΥΠΟΠΤΗΣΣΩ
Transliteration A: hypoptḗssō Transliteration B: hypoptēssō Transliteration C: ypoptisso Beta Code: u(popth/ssw

English (LSJ)

   A crouch or cower beneath, like hares, birds, etc., πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (Ep. pf. part. from shorter stem πτη-, cf. κατα-, προσ-πτήσσω) Il.2.312; ὑποπτήξας τάφῳ E.Hel.1203; ὑπέπτηχε cowers, Luc.Musc.Enc.4.    II metaph., crouch before another, bow down to, τινι X.Cyr.1.5.1; also ὑ. τοὺς νέους θεούς A.Pr.960, cf. 29, X.Cyr.1.6.8; τὸ τῶν Ἀθηναίων ἀξίωμα Aeschin.2.105: abs., to be modest or shy, X.Cyr.1.3.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπτήσσω: μέλλ. -ξω· πρκμ. ὑπέπτηχα. «Ζαρώνω» ἐκ φόβου ὡς οἱ λαγοὶ καὶ τὰ πτηνά κλ., πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ ὑποπεπτηκότες, πρβλ. κατ-, προσπτήσσω), Ἰλ. Β. 31· οὕτως, ὑποπτήξας τάφῳ Εὐρ. Ἑλ. 1203. ΙΙ. μεταφ., κύπτω ἐνώπιόν τινος, «ζαρώνω», τινὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 1· ὡσαύτως, ὑπ. τινα Αἰσχύλ. Πρ. 960 (πρβλ. 29), Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8, μετ’ αἰτ., ὑπ. τὸ ἀξίωμά τινος Αἰσχίν. 42. 1· - ἀπολ., συστέλλομαι, ὡς ἂν παῖς μηδέπω ὑποπτήσσων Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 8· ὑπέπτηχε μετὰ σημασ. ἐνεστ., Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 4.

French (Bailly abrégé)

pf. ὑπέπτηχα;
se blottir de peur sous, τινι ; p. ext. se cacher de peur, trembler : τινι ou τινα devant qqn ; abs. être timide ou modeste.
Étymologie: ὑπό, πτήσσω.

English (Autenrieth)

only perf. part., ὑποπεπτηῶτες, having crouched down timidly under and hidden themselves amid the leaves, πετάλοις, Il. 2.312†.

Greek Monolingual

Α
1. ζαρώνω από φόβο
2. μτφ. α) είμαι επιφυλακτικός από φόβο ή ντροπή
β) χάνω το θάρρος μου μπροστά σε κάποιον, υποχωρώ και υποτάσσομαι σε κάποιον
γ) δείχνω ευλάβεια και σεβασμό σε κάποιον («μή τί σοι δοκῶ ταρβεῑν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους θεούς;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πτήσσω «μαζεύομαι, ζαρώνω από φόβο»].