Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑδροστάτης: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
(6_3)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδροστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὑδροστατικὴ [[στάθμη]], Πρόκλ. εἰς Ἡσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 31. ΙΙ. [[ἀντλία]] πυροσβεστική, ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''ὑδροστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὑδροστατικὴ [[στάθμη]], Πρόκλ. εἰς Ἡσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 31. ΙΙ. [[ἀντλία]] πυροσβεστική, ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑδροστάτης]], ΝΑ<br />τοπογραφικό χωροσταθμικό όργανο που βασίζεται στην [[αρχή]] τών συγκοινωνούντων δοχείων και με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η υψομετρική [[διαφορά]] δύο σημείων του εδάφους, αλλ. [[υδροστάθμη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] πυροσβεστικής αντλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στᾰ</i>- του [[ἵστημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρο</i>-[[στάτης]]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροστάτης Medium diacritics: ὑδροστάτης Low diacritics: υδροστάτης Capitals: ΥΔΡΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: hydrostátēs Transliteration B: hydrostatēs Transliteration C: ydrostatis Beta Code: u(drosta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A hydrostatic balance, Procl. ad Hes.Op.589.

German (Pape)

[Seite 1174] ὁ, der Wasserwäger, die Wasserwage, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὑδροστατικὴ στάθμη, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 31. ΙΙ. ἀντλία πυροσβεστική, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

ο / ὑδροστάτης, ΝΑ
τοπογραφικό χωροσταθμικό όργανο που βασίζεται στην αρχή τών συγκοινωνούντων δοχείων και με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η υψομετρική διαφορά δύο σημείων του εδάφους, αλλ. υδροστάθμη
μσν.
είδος πυροσβεστικής αντλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -στάτης (< θ. στᾰ- του ἵστημι), πρβλ. πυρο-στάτης].