τάμισος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />présure.<br />'''Étymologie:''' DELG ταμεῖν de [[τέμνω]] ; cf. σχίζειν τὸ [[γάλα]] « trancher le lait ».
|btext=ου (ἡ) :<br />présure.<br />'''Étymologie:''' DELG ταμεῖν de [[τέμνω]] ; cf. σχίζειν τὸ [[γάλα]] « trancher le lait ».
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />πυτιά («τυρὸν πᾱξαι τάμισον δριμεῑαν ἐνεῑσα», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ταμ</i>- του [[τέμνω]] (<b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔταμ</i>-<i>ον</i>) με [[επίθημα]] -<i>σος</i>, που απαντά σε ονομασίες [[φυτών]] ή οργάνων (<b>πρβλ.</b> [[κύτισος]], [[μάδισος]]). Η σημασιολογική [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[τέμνω]] δικαιολογείται από το [[γεγονός]] ότι η <i>πυτιά</i> [[είναι]] ένζυμο που βοηθά στην [[πήξη]] του γάλακτος, δηλ. στον διαχωρισμό (από όπου η σημ. του [[τέμνω]]) της τυρώδους ουσίας από τον ορό (<b>πρβλ.</b> και τη φρ. [[σχίζω]] [[γάλα]] με σημ. «[[πήζω]] [[γάλα]]» ή τη φρ. <i>το [[γάλα]] έκοψε</i> [[ή κόπηκε]], που δηλώνει ακριβώς την [[ίδια]] διεργασία διαχωρισμού σε τυρώδη [[ουσία]] και ορό του γάλακτος που δεν [[είναι]] [[φρέσκο]] και έχει υποστεί [[ζύμωση]]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμῐσος Medium diacritics: τάμισος Low diacritics: τάμισος Capitals: ΤΑΜΙΣΟΣ
Transliteration A: támisos Transliteration B: tamisos Transliteration C: tamisos Beta Code: ta/misos

English (LSJ)

ἡ,

   A rennet, Hp.Mul.2.192; δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον Theoc.7.16, cf. 11.66, Nic.Th.577, al.

German (Pape)

[Seite 1066] ἡ, dor. für πυτία, Lab, δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον, Theocr. 7, 16, das Fell roch nach frischem Lab, mit dem es bereitet war.

Greek (Liddell-Scott)

τάμῐσος: [ᾰ], ἡ, Δωρ. λέξ. ἀντὶ πυετία, ἡ πυτία, δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον Θεόκρ. 7. 16., 11. 66, Νίκ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
présure.
Étymologie: DELG ταμεῖν de τέμνω ; cf. σχίζειν τὸ γάλα « trancher le lait ».

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
πυτιά («τυρὸν πᾱξαι τάμισον δριμεῑαν ἐνεῑσα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα ταμ- του τέμνω (πρβλ. αόρ. β' ἔταμ-ον) με επίθημα -σος, που απαντά σε ονομασίες φυτών ή οργάνων (πρβλ. κύτισος, μάδισος). Η σημασιολογική σύνδεση του τ. με το ρ. τέμνω δικαιολογείται από το γεγονός ότι η πυτιά είναι ένζυμο που βοηθά στην πήξη του γάλακτος, δηλ. στον διαχωρισμό (από όπου η σημ. του τέμνω) της τυρώδους ουσίας από τον ορό (πρβλ. και τη φρ. σχίζω γάλα με σημ. «πήζω γάλα» ή τη φρ. το γάλα έκοψε ή κόπηκε, που δηλώνει ακριβώς την ίδια διεργασία διαχωρισμού σε τυρώδη ουσία και ορό του γάλακτος που δεν είναι φρέσκο και έχει υποστεί ζύμωση].