ὑποκνίζω: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> ὑποκεκνισμένος;<br />aiguillonner <i>ou</i> exciter peu à peu les désirs.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κνίζω]]. | |btext=<i>part. pf. Pass.</i> ὑποκεκνισμένος;<br />aiguillonner <i>ou</i> exciter peu à peu les désirs.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κνίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]] λίγο («ἑτέροις ἑτέρων [[ἔρως]] ὑπέκνισε φρένας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξύνω]] λίγο<br /><b>2.</b> [[αισθάνομαι]] κρυφό [[γαργάλημα]], κρυφό ερεθισμό («ἡμεῑς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῡμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνίζω]] «[[ξύνω]], [[ερεθίζω]], [[ενοχλώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
A tickle or excite a little, ἀκκισμὸς ὑ. τὰς ὁρμάς Ph.2.127, cf. Aristaenet.2.1,10; τοὺς ἀκούοντας Chor.p.125 B., cf. Id.30.2 p.342 F.-R.:—Pass., to be somewhat excited, X.Mem.3.11.3; ὑποκεκνισμένος 'smitten', Plu.Sull.35.
German (Pape)
[Seite 1220] ein wenig ritzen, kratzen; übertr., ein wenig, heimlich Neid, Aerger, Eifersucht u. vgl. verursachen, übh. in leidenschaftliche Bewegung setzen, ἔρως ὑπέκνισε φρένας Pind. P. 10, 60; – u. pass. einen heimlichen Reiz empfinden; Xen. Mem. 3, 11, 3; Luc. Calumn. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκνίζω: ἐξ ἐπιπολῆς ξύω, γαργαλίζω ἢ ἐξάπτω, ἐρεθίζω ὀλίγον, ἔρως ὑπ. φρένας Πινδ. Π. 10. 94 (60). - Παθ., εἶμαι ὀλίγον τι ἠρεθισμένος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 3 πρβλ. ὑποκεκνισμένος, Πλουτ. Σύλλ. 35. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑποκνισθέντες, λυπηθέντες, παροξυνθέντες».
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ὑποκεκνισμένος;
aiguillonner ou exciter peu à peu les désirs.
Étymologie: ὑπό, κνίζω.
Greek Monolingual
ΜΑ
μτφ. διεγείρω, ερεθίζω λίγο («ἑτέροις ἑτέρων ἔρως ὑπέκνισε φρένας», Πίνδ.)
αρχ.
1. ξύνω λίγο
2. αισθάνομαι κρυφό γαργάλημα, κρυφό ερεθισμό («ἡμεῑς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῡμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κνίζω «ξύνω, ερεθίζω, ενοχλώ»].