ὑπόσπονδος: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui se fait, qui agit <i>ou</i> qu’on traite de telle ou telle manière en vertu d’une convention : ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται HDT ils sortent en vertu d’une capitulation ; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αἰτεῖν XÉN, ἀναιρεῖσθαι THC, κομίζεσθαι THC, ἀποδιδόναι THC réclamer, enlever, emporter, rendre les morts en vertu d’une convention.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπονδή]]. | |btext=ος, ον :<br />qui se fait, qui agit <i>ou</i> qu’on traite de telle ou telle manière en vertu d’une convention : ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται HDT ils sortent en vertu d’une capitulation ; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αἰτεῖν XÉN, ἀναιρεῖσθαι THC, κομίζεσθαι THC, ἀποδιδόναι THC réclamer, enlever, emporter, rendre les morts en vertu d’une convention.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπονδή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόσπονδος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀποδίδωμι]] [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» — [[δίνω]] [ή [[μεταφέρω]]] τους νεκρούς για ενταφιασμό [[μετά]] από [[ανακωχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπονδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπονδή]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>σπονδος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (σπονδή)
A under a truce or treaty, secured by treaty, ὑπόσπονδοί τε ἔφασαν εἶναι ἕτοιμοι . . ἐκχωρὴσαι ἐκ τῆς νήσου Hdt.3.144; ὑ. ἐξέρχονται ἐκ τῆς χώρης Id.5.72, cf. 126; κατελθεῖν ἐπὶ τὰ ἑωυτοῦ ὑ. Id.6.103, cf. E.Ph.81; ὑ. ἀφιέναι τοὺς ἀφεστῶτας X.HG1.2.18, cf. 2.2.1; τὴν Ταυρικὴν ὑ. λαβών IPE2.423 (Tanais): esp. in phrases of taking up the dead from a field of battle, τοὺς νεκροὺς ὑ. ἀποδοῦναι to allow a truce for taking up the dead, Th.1.63, 6.103, X.HG2.4.19; τοὺς νεκροὺς ὑ. κομίσασθαι, ἀνελέσθαι, etc., to demand a truce for so doing, which was an acknowledgement of defeat, Th. 2.79, 4.44, etc.
German (Pape)
[Seite 1232] unter Waffenstillstand, in Folge eines geschlossenen Waffenstillstandes od. Bündnisses, dadurch gesichert; Her. 5, 72. 6, 103; ὑπόσπονδον μολεῖν ἔπεισα παιδὶ παῖδα Eur. Phoen. 81; τοὺς ἄρχοντας τοὺς τῶν ἐπικούρων ὑποσπόνδους συλλαβεῖν ἐτόλμησεν Isocr. 4, 147; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αἰτεῖν, ἀναιρεῖσθαι, κομίζεσθαι, nach der Schlacht beim Feinde auf einen Waffenstillstand antragen, um die Gefallenen zu bestatten, wodurch man sich für überwunden erklärte und dem Gegner das Schlachtfeld einräumte; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδιδόναι, den Waffenstillstand zur Bestattung der Gefallenen bewilligen, Thuc. 1, 63. 4, 44; Xen. oft, wie Pol., ὑποσπόνδους ἀφιέναι τοὺς αἰχμαλώτους, Waffenstillstand schließen u. die Gefangenen freigeben, 4, 63, 3, ὑπόσπονδον ἀπελθεῖν 2, 58, 5, u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόσπονδος: ον (σπονδὴ) ὁ ὑπὸ σπονδὰς διατελῶν, ἐξησφαλισμένος διὰ σπονδῶν ἢ συνθηκῶν, ὑπόσπονδοι... ἔφασαν εἶναι ἑτοῖμοι... ἐκχωρῆσαι ἐκ τῆς νήσου Ἡρόδ. 3. 144· ὑπ. ἐξέρχονται τῆς χώρης ὁ αὐτ. 5. 72, πρβλ. 5. 126· κατελθεῖν ἐπὶ τὰ ἑωυτοῦ ὑπ. ὁ αὐτ. 6. 103· ὑπ. ἀφιέναι τοὺς ἀφεστῶτας Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 18, πρβλ. 2. 2, 1· ― μάλιστα ἐν φράσεσι δηλούσαις τὸ διδόναι τοὺς νεκροὺς ἢ κομίζεσθαι αὐτοὺς ἐκ τοῦ πεδίου τῆς μάχης, τοὺς νεκροὺς ὑπ. ἀποδιδόναι Θουκ. 1. 63., 6. 103, Ξενοφ.· τοὺς νεκροὺς ὑπ. κομίζεσθαι, ἀναιρεῖσθαι, αἰτεῖν, ἀπάγεσθαι, ἀπολαμβάνειν Ἡρόδ. 2. 79., 4. 44, Ξεν., κλπ.· τὴν Ταυρικὴν ὑπ. λαβὼν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2132e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait, qui agit ou qu’on traite de telle ou telle manière en vertu d’une convention : ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται HDT ils sortent en vertu d’une capitulation ; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αἰτεῖν XÉN, ἀναιρεῖσθαι THC, κομίζεσθαι THC, ἀποδιδόναι THC réclamer, enlever, emporter, rendre les morts en vertu d’une convention.
Étymologie: ὑπό, σπονδή.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόσπονδος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», Ηρόδ.)
αρχ.
φρ. «ἀποδίδωμι [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» — δίνω [ή μεταφέρω] τους νεκρούς για ενταφιασμό μετά από ανακωχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά-σπονδος].