φευξασπίδιον: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(6_21) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φευξασπίδιον''': τό, [[φυτόν]] τι, = [[πόλιον]], Διοσκ. 3. 124. | |lstext='''φευξασπίδιον''': τό, [[φυτόν]] τι, = [[πόλιον]], Διοσκ. 3. 124. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />[[είδος]] ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού, το [[φυτό]] [[πόλιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[φεύγω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀσπίδιον]], ονομ. φυτού. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του ότι αποτελεί [[αντίδοτο]] για το [[δηλητήριο]] τών ερπετών]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = πόλιον, Ps.-Dsc.3.110.
Greek (Liddell-Scott)
φευξασπίδιον: τό, φυτόν τι, = πόλιον, Διοσκ. 3. 124.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού, το φυτό πόλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φεύγω + ἀσπίδιον, ονομ. φυτού. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι αποτελεί αντίδοτο για το δηλητήριο τών ερπετών].