φιλέταιρος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime ses camarades <i>ou</i> ses amis ; τὸ φιλέταιρον <i>c.</i> [[φιλεταιρία]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἑταῖρος]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime ses camarades <i>ou</i> ses amis ; τὸ φιλέταιρον <i>c.</i> [[φιλεταιρία]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἑταῖρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλέταιρος]], -ον, ΝΑ, και [[φιλοέταιρος]] Α<br />αυτός που αγαπά τους συντρόφους, που [[είναι]] [[πιστός]] και αφοσιωμένος σε αυτούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο φιλέταφος</i><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους στρουθιόμορφων πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλέταιρον</i><br />η φιλεταιρ(ε)ία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλεταίρως</i> Α<br />με φιλεταιρ(ε)ία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑταῖρος]] «[[σύντροφος]]»].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλέταιρος Medium diacritics: φιλέταιρος Low diacritics: φιλέταιρος Capitals: ΦΙΛΕΤΑΙΡΟΣ
Transliteration A: philétairos Transliteration B: philetairos Transliteration C: filetairos Beta Code: file/tairos

English (LSJ)

ον,

   A fond of one's comrades or partisans, true to them, Pl.Ly.211e, Arist. Rh.1389a37, Thphr.Char.29.4; ἀνδρεία, τρόπος, ἦθος, Th.3.82, X. Cyr.8.3.49, Cratin.Jun.12; τὸ φ., = φιλεταιρία, Timocl.8.4, Plu.Lys. 5. Adv. -ρως, in bad sense, Aeschin.1.110.

German (Pape)

[Seite 1276] seine Gefährten, Kameraden, Freunde liebend; Thuc. 3, 82; Plat. Lys. 211 e; τρόπος Xen. Cyr. 8, 3,49; Folgde; Luc. Macrob. 12. – Adv., φιλεταίρως κλέπτειν Aesch. 1, 110.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέταιρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἑαυτοῦ ἑταίρους, ἀφωσιωμένος εἰς αὐτούς, πιστός, Θουκ. 3. 82, Πλάτ. Λῦσ. 211Ε, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 49, Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 13· ― τὸ φιλέταιρον, = φιλεταιρία, Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 4, Πλούτ.· οὕτω, φ. ἦθος Κρατῖνος Νεώτ. ἐν Ἀδήλ. 1. ― Ἐπίρρ. -ρως, Αἰσχίν. 15. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime ses camarades ou ses amis ; τὸ φιλέταιρον c. φιλεταιρία.
Étymologie: φίλος, ἑταῖρος.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλέταιρος, -ον, ΝΑ, και φιλοέταιρος Α
αυτός που αγαπά τους συντρόφους, που είναι πιστός και αφοσιωμένος σε αυτούς
νεοελλ.
ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο φιλέταφος
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους στρουθιόμορφων πτηνών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλέταιρον
η φιλεταιρ(ε)ία.
επίρρ...
φιλεταίρως Α
με φιλεταιρ(ε)ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἑταῖρος «σύντροφος»].