φρικτός: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(eksahir) |
(45) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[terrible]], [[aterrador]] | |esgtx=[[terrible]], [[aterrador]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[φρικτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[φριχτός]] Ν [[φρίσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[φρίκη]], [[φρικαλέος]], [[φρικιαστικός]]<br /><b>2.</b> [[ειδεχθής]], [[απαίσιος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που προκαλεί [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]] («ἀκατάληπτον ὑπάρχει, Δέσποινα, τὸ πεπραγμένον ἐπὶ σοὶ φρικτὸν [[μυστήριον]]», Μηναί.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φρικτώς]] / <i>φρικτῶς</i>, ΝΜΑ, και [[φρικτά]] και [[φριχτά]] Ν<br />[[κατά]] τρόπο φρικτό<br /><b>μσν.</b><br />[[κατά]] τρόπο καταπληκτικό («καὶ ῥήγνυται φρικτῶς ναοῦ σου τὸ [[καταπέτασμα]]», Μηναί.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (φρίσσω) (misspelt
A φικτρός PMag.Osl.1.261), to be shuddered at, awful, θεῆς ἴδες ἱερὰ φρικτῆς Call.Aet.3.1.6, cf. Orph.H. 14.6, Plu.Cic.49, APl.4.110 (Philostr.), AP9.524.22, Zos.Alch.p.117 B., PMasp.97 ii 51 (vi A. D.); [θεοί] prob. in Phld.D.1.17: Comp. -ότερος Plu.Num.10: Sup. -ότατος Ath.10.440e. Adv. -τῶς LXX Wi.6.5. II bristling with spears, ἀνδρῶν ὄχλος Ezek.Exag.197.
German (Pape)
[Seite 1306] adj. verb. von φρίσσω, schauderhaft, schrecklich; φρικτὸν σέλας ἱεὶς γλήναις Archi. 12 (XV, 51); τάφος Philp. 83 (VII, 405). Auch Bac. chus heißt so in einem Hymn. (IX, 524).
Greek (Liddell-Scott)
φρικτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ φρίσσω, ὁ προξενῶν φρίκην, φρικώδης, φοβερός, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 6, Πλουτ. Κικ. 49, καὶ συχν. ἐν τῇ Ἀνθολογίᾳ συγκρ. -ότερος, Πλουτ. Νουμ. 10· ὑπερθετ. -ότατος, Ἀθήν. 440Ε. ― Ἐπίρρ. τῶς, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ϛ΄, 5).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui fait frissonner, effrayant, terrible;
Cp. φρικτότερος.
Étymologie: φρίσσω.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό / φρικτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φριχτός Ν φρίσσω
1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, φρικιαστικός
2. ειδεχθής, απαίσιος
μσν.
αυτός που προκαλεί έκπληξη, κατάπληξη («ἀκατάληπτον ὑπάρχει, Δέσποινα, τὸ πεπραγμένον ἐπὶ σοὶ φρικτὸν μυστήριον», Μηναί.).
επίρρ...
φρικτώς / φρικτῶς, ΝΜΑ, και φρικτά και φριχτά Ν
κατά τρόπο φρικτό
μσν.
κατά τρόπο καταπληκτικό («καὶ ῥήγνυται φρικτῶς ναοῦ σου τὸ καταπέτασμα», Μηναί.).