Κρής: Difference between revisions
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
(21) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[Κρής]], -ητός, θηλ. [[Κρήσσα]])<br />ο [[κάτοικος]] της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν, [[Κρητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) <i>Κρήσσαι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῑ)» — λέγεται για εκείνους που υποκρίνονται ότι αγνοούν [[κάτι]] που το ξέρουν καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Κρητ</i>-<i>ς</i>, με [[απλοποίηση]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>Κρητ</i>- του τ. [[Κρήτη]]<br />το θηλ. [[Κρήσσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>Κρητ</i>-<i>yα</i> ( | |mltxt=ο (AM [[Κρής]], -ητός, θηλ. [[Κρήσσα]])<br />ο [[κάτοικος]] της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν, [[Κρητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) <i>Κρήσσαι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῑ)» — λέγεται για εκείνους που υποκρίνονται ότι αγνοούν [[κάτι]] που το ξέρουν καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Κρητ</i>-<i>ς</i>, με [[απλοποίηση]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>Κρητ</i>- του τ. [[Κρήτη]]<br />το θηλ. [[Κρήσσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>Κρητ</i>-<i>yα</i> (πρβλ. [[μέλισσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>μέλιτ</i>-<i>yα</i>). Ο τ. [[Κρης]] απαντά ήδη στη μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>Ke</i>-<i>re</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 19 December 2018
English (LSJ)
ὁ, gen. Κρητός, mostly in pl. Κρῆτες, ῶν, Cretan, Il.2.645, etc.: prov., ὁ Κρὴς τὸν πόντον (sc. ἀγνοεῖ), of those who feign ignorance, Alcm.115, cf. Str.10.4.17:—fem. Κρῆσσα, ης, Sapph.54: in pl., title of play by Aeschylus: as Adj., Cretan,
A Κρῆτα τρόπον Simon. 31; Κρὴς ταῦρος Apollod.2.5.7; μητρὸς . . Κρήσσης S.Aj.1295:—regul. Adj. Κρήσιος, α, ον, Id.Tr.119, E.Hipp.372 (both lyr.), Limen.39, etc.:—more freq. Κρητικός, ή, όν (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
Κρής: ὁ, γεν. Κρητός, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Κρῆτες, ῶν, ἐκ Κρήτης καταγόμενοι, κάτοικοι τῆς Κρήτης, κοινῶς Κρητικός, Ὅμ., κτλ.· θηλ. Κρῆσσα, ης, Αἰσχύλ. (δρᾶμά τι αὐτοῦ ἐκαλεῖτο Κρῆσσαι)· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., Κρητικός, Κρῆτα τρόπον (Bgk Κρήταν) Σιμων. 38· Κρὴς ταῦρος Ἀπολλόδ. 2. 5, 7· μητρός… Κρήσσης Σοφ. Αἴ. 1295· ‒ ἀλλ᾿ ὁμαλ. ἐπίθ. Κρήσιος, -α, -ον, Σοφ. Σοφ. Τρ. 118, Εὐρ. Ἱππ. 372, κτλ.· ἢ συνηθέστερον Κρητικός, ή, όν, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ητός;
adj. m.
de Crète, Crétois ; οἱ Κρῆτες, les Crétois ; ◊ prov. πρὸς Κρῆτα ou πρὸς Κρῆτας κρητίζειν PLUT mentir comme un Crétois avec un Crétois, càd mentir à qui mieux mieux, à menteur menteur et demi ; ◊ prov. ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῖ) c’est l’hôpital qui se moque de la charité.
Étymologie:.
English (Autenrieth)
pl. Κρῆτες: the Cretans, inhabitants of Crete.
English (Slater)
Κρής pro subs.,
1 a Cretan Κρῆτες τοξοφόροι (P. 5.41) λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα [Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν (Pae. 4.36) ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν· Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον (v. l. Κρήταν) *fr. 107b. 2.*
English (Strong)
from Κρήτη; a Cretan, i.e. inhabitant of Crete: Crete, Cretian.
English (Thayer)
ὁ, plural Κρῆτες, a Cretan, an inhabitant of the island of Crete: Titus 1:12 (cf. Farrar, St. Paul, 2:534).
Greek Monolingual
κρῆς, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας, με συναίρεση].
Greek Monolingual
ο (AM Κρής, -ητός, θηλ. Κρήσσα)
ο κάτοικος της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν, Κρητικός
αρχ.
1. (το θηλ. στον πληθ.) Κρήσσαι
τίτλος δράματος του Αισχύλου
2. παροιμ. «ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῑ)» — λέγεται για εκείνους που υποκρίνονται ότι αγνοούν κάτι που το ξέρουν καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Κρητ-ς, με απλοποίηση, < θ. Κρητ- του τ. Κρήτη
το θηλ. Κρήσσα < Κρητ-yα (πρβλ. μέλισσα < μέλιτ-yα). Ο τ. Κρης απαντά ήδη στη μυκηναϊκή με τη μορφή Ke-re].