ακινητοποιώ: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(2) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] ακίνητο, [[εξαναγκάζω]] σε [[ακινησία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ακινητοποιώ]] τα κεφάλαια μου», [[διαθέτω]] το ρευστό [[χρήμα]] για την [[αγορά]] ακινήτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακίνητος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιώ]] η λ. ως όρος [[οικονομικός]], [[ιατρικός]] ή [[στρατιωτικός]] [[πιθανώς]] να [[είναι]] [[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, | |mltxt=<b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] ακίνητο, [[εξαναγκάζω]] σε [[ακινησία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ακινητοποιώ]] τα κεφάλαια μου», [[διαθέτω]] το ρευστό [[χρήμα]] για την [[αγορά]] ακινήτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακίνητος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιώ]] η λ. ως όρος [[οικονομικός]], [[ιατρικός]] ή [[στρατιωτικός]] [[πιθανώς]] να [[είναι]] [[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>immobilize</i> <span style="color: red;"><</span> <i>immobile</i> «[[ακίνητος]]», πρβλ. και [[ακινητοποίηση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακινητοποίηση]], [[ακινητοποίητος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:26, 23 December 2018
Greek Monolingual
1. κάνω κάποιον ή κάτι ακίνητο, εξαναγκάζω σε ακινησία
2. φρ. «ακινητοποιώ τα κεφάλαια μου», διαθέτω το ρευστό χρήμα για την αγορά ακινήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακίνητος + -ποιώ η λ. ως όρος οικονομικός, ιατρικός ή στρατιωτικός πιθανώς να είναι απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immobilize < immobile «ακίνητος», πρβλ. και ακινητοποίηση.
ΠΑΡ. ακινητοποίηση, ακινητοποίητος].