ασκάλαφος: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσκάλαφος]], ο (Α)<br />όνομα πουλιού (πιθ. [[κουκουβάγια]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο [[παράλληλος]], [[χωρίς]] αρχικό [[φωνήεν]] τ. [[κάλαφος]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] αποδοχής ενός προθετικού <i>α</i> -στον τ. [[ασκάλαφος]]. Όσον αφορά στο [[επίθημα]] -<i>φο</i>-<i>ς</i>, που απαντά σε [[πολλά]] ονόματα ζώων ή πτηνών ( | |mltxt=[[ἀσκάλαφος]], ο (Α)<br />όνομα πουλιού (πιθ. [[κουκουβάγια]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο [[παράλληλος]], [[χωρίς]] αρχικό [[φωνήεν]] τ. [[κάλαφος]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] αποδοχής ενός προθετικού <i>α</i> -στον τ. [[ασκάλαφος]]. Όσον αφορά στο [[επίθημα]] -<i>φο</i>-<i>ς</i>, που απαντά σε [[πολλά]] ονόματα ζώων ή πτηνών (πρβλ. [[έριφος]], [[έλαφος]], [[κόσσυφος]]), ανάγεται σε ΙΕ. [[επίθημα]] -<i>bho</i>-, που με τη [[σειρά]] του είχε προήλθε <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. [[ρίζα]] <i>bh</i><i>ā</i>- «[[λάμπω]], [[φέγγω]]» (πρβλ. αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ā</i><i>ti</i>) είχε σχηματίστηκε από λέξεις με [[ριζικό]] -<i>bh</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀσκάλαφος, ο (Α)
όνομα πουλιού (πιθ. κουκουβάγια).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο παράλληλος, χωρίς αρχικό φωνήεν τ. κάλαφος οδηγεί στην υπόθεση αποδοχής ενός προθετικού α -στον τ. ασκάλαφος. Όσον αφορά στο επίθημα -φο-ς, που απαντά σε πολλά ονόματα ζώων ή πτηνών (πρβλ. έριφος, έλαφος, κόσσυφος), ανάγεται σε ΙΕ. επίθημα -bho-, που με τη σειρά του είχε προήλθε < ΙΕ. ρίζα bhā- «λάμπω, φέγγω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhāti) είχε σχηματίστηκε από λέξεις με ριζικό -bh].