ατρύγετος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτρύγετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άκαρπος]], [[άγονος]]<br /><b>2.</b> [[ακαταπόνητος]]<br /><b>3.</b> [[λαμπρός]], [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ήδη αρχαία, ο τ. [[ατρύγετος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i> <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τρυγάω]], -<i>ώ</i> και σημαίνει «[[άκαρπος]], [[άγονος]]», ενώ, κατ' άλλους, συνδέεται με το [[τρύω]] και δηλώνει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο»: [[ατρύγετος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ατρύετος</i> = [[άτρυτος]], ρηματικό επίθ. του [[τρύω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ατίετος]]-[[άτιτος]]), με [[ανάπτυξη]] ενός φθόγγου -<i>γ</i>-. Τέλος, η ετυμολ. του τ. από [[ρήμα]] που προήλθε από τη λ. [[τρυξ]] «[[κατακάθι]], θολό [[κρασί]]» οδηγεί σε [[σημασία]] «μη θολωμένος, [[καθαρός]]», η οποία, αν και δεν μαρτυρείται στην αρχαία [[παράδοση]], ταιριάζει για τη [[θάλασσα]] και τον αιθέρα, που [[συνήθως]] χαρακτηρίζει η λ. [[ατρύγετος]] στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο όρος [[είναι]] [[σπάνιος]] στους χορούς της τραγωδίας ή κωμωδίας, ενώ σε μεταγενέστερους χρόνους χρησιμοποιείται μεταφορικά για τον θάνατο ([[ατρύγετος]] νυξ</i>). Για την κατάλ. της λ. [[ατρύγετος]] <b>[[πρβλ]].</b> [[τηλύγετος]], <i>Ταΰγετος</i>].
|mltxt=[[ἀτρύγετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άκαρπος]], [[άγονος]]<br /><b>2.</b> [[ακαταπόνητος]]<br /><b>3.</b> [[λαμπρός]], [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ήδη αρχαία, ο τ. [[ατρύγετος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i> <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τρυγάω]], -<i>ώ</i> και σημαίνει «[[άκαρπος]], [[άγονος]]», ενώ, κατ' άλλους, συνδέεται με το [[τρύω]] και δηλώνει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο»: [[ατρύγετος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ατρύετος</i> = [[άτρυτος]], ρηματικό επίθ. του [[τρύω]] (πρβλ. [[ατίετος]]-[[άτιτος]]), με [[ανάπτυξη]] ενός φθόγγου -<i>γ</i>-. Τέλος, η ετυμολ. του τ. από [[ρήμα]] που προήλθε από τη λ. [[τρυξ]] «[[κατακάθι]], θολό [[κρασί]]» οδηγεί σε [[σημασία]] «μη θολωμένος, [[καθαρός]]», η οποία, αν και δεν μαρτυρείται στην αρχαία [[παράδοση]], ταιριάζει για τη [[θάλασσα]] και τον αιθέρα, που [[συνήθως]] χαρακτηρίζει η λ. [[ατρύγετος]] στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο όρος [[είναι]] [[σπάνιος]] στους χορούς της τραγωδίας ή κωμωδίας, ενώ σε μεταγενέστερους χρόνους χρησιμοποιείται μεταφορικά για τον θάνατο ([[ατρύγετος]] νυξ</i>). Για την κατάλ. της λ. [[ατρύγετος]] πρβλ. [[τηλύγετος]], <i>Ταΰγετος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀτρύγετος, -ον (Α)
1. άκαρπος, άγονος
2. ακαταπόνητος
3. λαμπρός, καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ήδη αρχαία, ο τ. ατρύγετος < α στερ. + τρυγάω, -ώ και σημαίνει «άκαρπος, άγονος», ενώ, κατ' άλλους, συνδέεται με το τρύω και δηλώνει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο»: ατρύγετος < ατρύετος = άτρυτος, ρηματικό επίθ. του τρύω (πρβλ. ατίετος-άτιτος), με ανάπτυξη ενός φθόγγου -γ-. Τέλος, η ετυμολ. του τ. από ρήμα που προήλθε από τη λ. τρυξ «κατακάθι, θολό κρασί» οδηγεί σε σημασία «μη θολωμένος, καθαρός», η οποία, αν και δεν μαρτυρείται στην αρχαία παράδοση, ταιριάζει για τη θάλασσα και τον αιθέρα, που συνήθως χαρακτηρίζει η λ. ατρύγετος στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο όρος είναι σπάνιος στους χορούς της τραγωδίας ή κωμωδίας, ενώ σε μεταγενέστερους χρόνους χρησιμοποιείται μεταφορικά για τον θάνατο (ατρύγετος νυξ). Για την κατάλ. της λ. ατρύγετος πρβλ. τηλύγετος, Ταΰγετος].