ἀαγής: Difference between revisions
mNo edit summary |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀᾱγής) -ές<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-, pero ᾱ- A.R.3.1251, Q.S.6.596]<br />[[irrompible]] ῥόπαλον <i>Od</i>.11.575, cf. δίφροι Theoc.24.123, δόρυ A.R.l.c., Q.S.l.c., θώρηκες Nonn.<i>D</i>.2.294, cf. Hdn.Gr.1.61.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> ἀ- priv. + raíz Ϝαγ- c. alarg. métrico (?), cf. [[ἄγνυμι]]. | |dgtxt=(ἀᾱγής) -ές<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-, pero ᾱ- A.R.3.1251, Q.S.6.596]<br />[[irrompible]] ῥόπαλον <i>Od</i>.11.575, cf. δίφροι Theoc.24.123, δόρυ A.R.l.c., Q.S.l.c., θώρηκες Nonn.<i>D</i>.2.294, cf. Hdn.Gr.1.61.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> ἀ- priv. + raíz Ϝαγ- c. alarg. métrico (?), cf. [[ἄγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀᾱγής:''' -ές ([[ἄγνυμι]]), [[αδιάσπαστος]], [[αρραγής]], [[σκληρός]], [[δυνατός]], [[άθραυστος]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:58, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A unbroken, hard, Od.11.575, Theoc.24.123, etc. (ἀϝαγής, cf. ἄγνυμι.) [First α short ll. cc., long A.R.3.1251, Q.S.6.596.]
German (Pape)
[Seite 1] ές (ἄγνυμι), unzerbrechlich, Hom. ῥόπαλον, Od. 11, 575; δίφρος Theocr. 24, 121, unzerbrochen; δόρυ An. Rh. 3, 1251 Qu. Sm. 6, 596 (welche beide auch das erste α im Anf. des Verses lang brauchen); Nonn. θώρηκες, Dion. 2, 284.
Greek (Liddell-Scott)
ἀαγής: ές· ἄθραυστος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, ἰσχυρός, σκληρός. Ὀδ. Λ, 575, Θεοκρ. 24, 121 κλπ. (ἐν ἀρχῇ ἀϝαγής· πρβλ. ἄγνυμι). [Τὸ πρῶτον α βραχὺ ἐν Ὀδυσ. καὶ παρὰ Θεοκρ., ἀλλὰ μακρὸν παρ’ Ἀπ. Ροδ. 3, 1251. Κόϊντ. Σμυρ. 6, 596.]
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne se rompt pas, solide.
Étymologie: ἀ, ἄγνυμι.
Spanish (DGE)
(ἀᾱγής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-, pero ᾱ- A.R.3.1251, Q.S.6.596]
irrompible ῥόπαλον Od.11.575, cf. δίφροι Theoc.24.123, δόρυ A.R.l.c., Q.S.l.c., θώρηκες Nonn.D.2.294, cf. Hdn.Gr.1.61.
• Etimología: ἀ- priv. + raíz Ϝαγ- c. alarg. métrico (?), cf. ἄγνυμι.
Greek Monotonic
ἀᾱγής: -ές (ἄγνυμι), αδιάσπαστος, αρραγής, σκληρός, δυνατός, άθραυστος, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.