ἀγώγιμος: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(big3_1) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀγώγῐμος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> de cosas<br /><b class="num">1</b> [[que puede ser llevado o transportado]] τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον [[βάρος]] E.<i>Cyc</i>.385<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀ. [[lo que se puede transportar]], [[mercancía]] Pl.<i>Prt</i>.313c, X.<i>An</i>.5.1.16, D.35.20, Arist.<i>Mete</i>.359<sup>a</sup>8, Aen.Tact.28.3, Philostr.<i>Im</i>.2.15.1, <i>VA</i> 3.35, D.C.74.12.3, <i>SB</i> 13775.7 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que puede ser capturado o confiscado]] D.H.5.69, [[εἶν]][αι τὰ χρήματα [[αὐτοῦ]] ἀγώγιμα <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.125.14 (IV a.C.), μὴ ἦι [[ἀγώγιμος]] μηθεὶς μηθαμόθεν ... μήτε τὰ χρήματα αὐτῶν <i>FD</i> 2.68.68 (II a.C.).<br /><b class="num">II</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[que puede ser llevado ante un tribunal]] X.<i>HG</i> 7.3.11, D.23.11, ἔστωσαν ἐντὸς] τῆς Εὐβοίας ἀγώγιμοι <i>IG</i> 12(9).207.44 (Eretria III a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[que puede ser detenido]] y entregado en esclavitud (esp. de deudores), Plu.<i>Sol</i>.13, ἐὰν παραβαίνω(σιν) εἶναι αὐτο(ὺς) παραχρῆ(μα) ἀγωγίμο(υς) <i>SB</i> 14375.24 (I a.C.), cf. <i>BGU</i> 1159.8 (I a.C.), D.H.5.64<br /><b class="num">•</b>gener. [[que puede ser obligado]] ἄλλῳ γὰρ οὐδενὶ ἀ. ἐστι ἐπιτ[ρο] πεύει<ν> pues no está obligado a ser tutor de ningún otro</i>, <i>SB</i> 7558.17 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀ. [[culpable]] Pall.<i>V.Chrys</i>.8.93.<br /><b class="num">2</b> [[que se deja guiar]], [[arrastrar]] ἀ. πρὸς ἡδονάς de Alcibíades, Plu.<i>Alc</i>.6.<br /><b class="num">III</b> subst. τὸ ἀ. [[lo que atrae]], [[encantamiento]], [[filtro de amor]] Plu.2.1093d, φίλτρα καὶ ἀγώγιμα Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.13.5, τὰ ἀγώγιμα εἰς φίλτρον ἀκόλαστον κα[ὶ ἐρασ] τικόν Didym.<i>in Zacch</i>.1.391, cf. <i>PMag</i>.4.2231, 7.295. | |dgtxt=(ἀγώγῐμος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> de cosas<br /><b class="num">1</b> [[que puede ser llevado o transportado]] τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον [[βάρος]] E.<i>Cyc</i>.385<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀ. [[lo que se puede transportar]], [[mercancía]] Pl.<i>Prt</i>.313c, X.<i>An</i>.5.1.16, D.35.20, Arist.<i>Mete</i>.359<sup>a</sup>8, Aen.Tact.28.3, Philostr.<i>Im</i>.2.15.1, <i>VA</i> 3.35, D.C.74.12.3, <i>SB</i> 13775.7 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que puede ser capturado o confiscado]] D.H.5.69, [[εἶν]][αι τὰ χρήματα [[αὐτοῦ]] ἀγώγιμα <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.125.14 (IV a.C.), μὴ ἦι [[ἀγώγιμος]] μηθεὶς μηθαμόθεν ... μήτε τὰ χρήματα αὐτῶν <i>FD</i> 2.68.68 (II a.C.).<br /><b class="num">II</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[que puede ser llevado ante un tribunal]] X.<i>HG</i> 7.3.11, D.23.11, ἔστωσαν ἐντὸς] τῆς Εὐβοίας ἀγώγιμοι <i>IG</i> 12(9).207.44 (Eretria III a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[que puede ser detenido]] y entregado en esclavitud (esp. de deudores), Plu.<i>Sol</i>.13, ἐὰν παραβαίνω(σιν) εἶναι αὐτο(ὺς) παραχρῆ(μα) ἀγωγίμο(υς) <i>SB</i> 14375.24 (I a.C.), cf. <i>BGU</i> 1159.8 (I a.C.), D.H.5.64<br /><b class="num">•</b>gener. [[que puede ser obligado]] ἄλλῳ γὰρ οὐδενὶ ἀ. ἐστι ἐπιτ[ρο] πεύει<ν> pues no está obligado a ser tutor de ningún otro</i>, <i>SB</i> 7558.17 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀ. [[culpable]] Pall.<i>V.Chrys</i>.8.93.<br /><b class="num">2</b> [[que se deja guiar]], [[arrastrar]] ἀ. πρὸς ἡδονάς de Alcibíades, Plu.<i>Alc</i>.6.<br /><b class="num">III</b> subst. τὸ ἀ. [[lo que atrae]], [[encantamiento]], [[filtro de amor]] Plu.2.1093d, φίλτρα καὶ ἀγώγιμα Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.13.5, τὰ ἀγώγιμα εἰς φίλτρον ἀκόλαστον κα[ὶ ἐρασ] τικόν Didym.<i>in Zacch</i>.1.391, cf. <i>PMag</i>.4.2231, 7.295. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀγώγιμος:''' -ον ([[ἄγω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[εύκολος]] στο να οδηγείται ή στο να μεταφέρεται· τρισσῶν ἁμαξῶν ἀγώγιμον [[βάρος]], ζύγιζε τόσο που μπορούσε να γεμίσει [[τρεις]] άμαξες, σε Ευρ.· <i>τὰ ἀγώγιμα</i>, φορητά πράγματα, εμπορεύματα, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει πέσει [[θύμα]] απαγωγής, αυτός που οδηγείται σε [[αιχμαλωσία]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που οδηγείται, άγεται εύκολα, [[ευγενικός]], [[πρόθυμος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, of things,
A capable of being carried, τρισσῶν ἁμαξῶν . . ἀ. βάρος enough to load, E.Cyc.385; τὰ ἀ. things portable, wares, Pl. Prt.313c, X.An.5.1.16, etc.; ἄλλο δὲ μηδὲν ἀ. ἄγεσθαι ἐν τῷ πλοίῳ D.35.20. II of persons, liable to seizure, X.HG7.3.11, cf. D. 23.11, Plu.Sol.13, BGU1116.27 (13 B.C.):—also of things, D.H.5.69. 2 easily led, pliable, Plu.Alc.6. III Act., ἀγώγιμον, τό, love-charm, philtre, Plu.2.1093d, cf. PMag.Lond.121.295: pl., PMag.Par.1.2231.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγώγιμος: -ον, εὔκολος εἰς τὸ νὰ ἄγηται, ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, τρισσῶν ἁμαξῶν... θάρρος, ἱκανὸν ἵνα φορτώσῃ τις τρεῖς ἁμάξας, Εὐρ. Κύκλ. 385‧ τὰ ἀγώγιμα, πράγματα μετακομιστά, ἐμπορεύματα, Πλάτ. Πρωτ. 313C, Ξεν. Ἀν. 5, 1, 16, κτλ‧ ἄλλο δὲ μηδὲν ἀγώγιμον ἄγεσθαι ἐν τῷ πλοίῳ, Δημ. 929. 17. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων ὁ ὢν καταδικασμένος καὶ προγεγραμμένος, Sneid. Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 11‧ ὅστις δέον νὰ παραδοθῇ εἰς δουλείαν, Δημ. 624. 12, Πλουτ. Σόλ. 13: - οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ὑπόκειται εἰς κατάσχεσιν, Διον. Ἁλ. 5. 69. 2) εὐκόλως ἀγόμενος, ευάγωγος, Πλουτ. Ἀλκ. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on peut conduire, transporter : τὸ αγώγιμον, τὰ ἀγώγιμα, la cargaison, les marchandises;
2 qui peut être emmené en prison, que le premier venu peut arrêter;
3 à Athènes, avant les réformes de Solon débiteur adjugé à son créancier qui l’emmenait soit pour l’employer comme esclave, soit pour le vendre;
4 qui se laisse aller à, enclin à.
Étymologie: ἀγωγή.
Spanish (DGE)
(ἀγώγῐμος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I de cosas
1 que puede ser llevado o transportado τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος E.Cyc.385
•subst. τὰ ἀ. lo que se puede transportar, mercancía Pl.Prt.313c, X.An.5.1.16, D.35.20, Arist.Mete.359a8, Aen.Tact.28.3, Philostr.Im.2.15.1, VA 3.35, D.C.74.12.3, SB 13775.7 (III d.C.).
2 que puede ser capturado o confiscado D.H.5.69, εἶν[αι τὰ χρήματα αὐτοῦ ἀγώγιμα IG 22.125.14 (IV a.C.), μὴ ἦι ἀγώγιμος μηθεὶς μηθαμόθεν ... μήτε τὰ χρήματα αὐτῶν FD 2.68.68 (II a.C.).
II de pers.
1 que puede ser llevado ante un tribunal X.HG 7.3.11, D.23.11, ἔστωσαν ἐντὸς] τῆς Εὐβοίας ἀγώγιμοι IG 12(9).207.44 (Eretria III a.C.)
•que puede ser detenido y entregado en esclavitud (esp. de deudores), Plu.Sol.13, ἐὰν παραβαίνω(σιν) εἶναι αὐτο(ὺς) παραχρῆ(μα) ἀγωγίμο(υς) SB 14375.24 (I a.C.), cf. BGU 1159.8 (I a.C.), D.H.5.64
•gener. que puede ser obligado ἄλλῳ γὰρ οὐδενὶ ἀ. ἐστι ἐπιτ[ρο] πεύει<ν> pues no está obligado a ser tutor de ningún otro, SB 7558.17 (II d.C.)
•subst. ὁ ἀ. culpable Pall.V.Chrys.8.93.
2 que se deja guiar, arrastrar ἀ. πρὸς ἡδονάς de Alcibíades, Plu.Alc.6.
III subst. τὸ ἀ. lo que atrae, encantamiento, filtro de amor Plu.2.1093d, φίλτρα καὶ ἀγώγιμα Iren.Lugd.Haer.1.13.5, τὰ ἀγώγιμα εἰς φίλτρον ἀκόλαστον κα[ὶ ἐρασ] τικόν Didym.in Zacch.1.391, cf. PMag.4.2231, 7.295.
Greek Monotonic
ἀγώγιμος: -ον (ἄγω),
I. αυτός που είναι εύκολος στο να οδηγείται ή στο να μεταφέρεται· τρισσῶν ἁμαξῶν ἀγώγιμον βάρος, ζύγιζε τόσο που μπορούσε να γεμίσει τρεις άμαξες, σε Ευρ.· τὰ ἀγώγιμα, φορητά πράγματα, εμπορεύματα, σε Ξεν. κ.λπ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει πέσει θύμα απαγωγής, αυτός που οδηγείται σε αιχμαλωσία, σε Δημ.
2. αυτός που οδηγείται, άγεται εύκολα, ευγενικός, πρόθυμος, σε Πλούτ.