ἄδεσμος: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(big3_1)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[suelto]], [[no atado]] ἀ. φυλακή prisión sin cadenas</i> Th.3.34, cf. Fabius Pictor 4b.83.2, D.C.47.23.2, ἐν φρουραῖς ἀδέσμοις D.C.<i>Epit</i>.9.30.9, βαλλάντια ἄ. bolsas sin ataduras</i> Plu.2.503c<br /><b class="num">•</b>fig. δεσμὸν δ' ἄδεσμον τόνδ' ἔχουσα φυλλάδος teniendo esta ligadura del follaje (ref. a las ramas de las suplicantes) que no es ligadura</i> E.<i>Supp</i>.32.<br /><b class="num">2</b> [[no vendado]] Gal.18(2).505.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[suelto]], [[no atado]] ἀ. φυλακή prisión sin cadenas</i> Th.3.34, cf. Fabius Pictor 4b.83.2, D.C.47.23.2, ἐν φρουραῖς ἀδέσμοις D.C.<i>Epit</i>.9.30.9, βαλλάντια ἄ. bolsas sin ataduras</i> Plu.2.503c<br /><b class="num">•</b>fig. δεσμὸν δ' ἄδεσμον τόνδ' ἔχουσα φυλλάδος teniendo esta ligadura del follaje (ref. a las ramas de las suplicantes) que no es ligadura</i> E.<i>Supp</i>.32.<br /><b class="num">2</b> [[no vendado]] Gal.18(2).505.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄδεσμος:''' -ον, [[αδέσμευτος]], [[ελεύθερος]]· [[ἄδεσμος]] [[φυλακή]], Λατ. libera [[custodia]], ο [[δικός]] μας «[[λόγος]] [[τιμής]]», σε Θουκ. κ.λπ.· δεσμὸς [[ἄδεσμος]], [[συναρμογή]] ασύνδετη, [[χωρίς]] [[δέσιμο]], λέγεται για το [[στεφάνι]] των ικετών, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 17:10, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδεσμος Medium diacritics: ἄδεσμος Low diacritics: άδεσμος Capitals: ΑΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: ádesmos Transliteration B: adesmos Transliteration C: adesmos Beta Code: a)/desmos

English (LSJ)

ον,

   A unfettered, unbound, ἄ. φυλακή, Lat. libera custodia, 'parole', Th.3.34, D.H.1.83, etc.; βαλλάντια ἄ. open purses, Plu.2.503c; δεσμὸν ἄδεσμον φυλλάδος, of suppliant's wreath, E. Supp.32; unbandaged, Gal.18(2).505.

German (Pape)

[Seite 33] ungefesselt, φυλακή, freie Hast, Thuc. 3, 34; Dion. H. 1, 83, u. sonst; auch δεσμὸς ἄδ., Eur. Suppl. 43, die keine Fessel ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδεσμος: -ον, ὁ ἄνευ δεσμῶν, ἀδέσμευτος, ἄδ. φυλακή, λατ. libera custodia, ἐπὶ λόγῳ τιμῆς, Θουκ. 3. 34. Διον. Ἁλ. 1. 83, κτλ.· βαλλάντια ἄδ. ἀνοικτὰ βαλ. Πλούτ. 2. 503D· δεσμὸν ἄδ. φυλλάδος, δηλ. οἱ τῆς ἱκετηρίας στέφανοι, οἱ ὁποῖοι ἐκρέμαντο περὶ αὐτήν, Ἕρμαν. εἰς Εὐρ. Ἱκ. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans lien : ἄδεσμος φυλακή THC captivité (sous bonne garde, mais) sans fers ni prison ; ἄδεσμα βαλλάντια PLUT bourse ouverte.
Étymologie: ἀ, δεσμός.

Spanish (DGE)

-ον
1 suelto, no atado ἀ. φυλακή prisión sin cadenas Th.3.34, cf. Fabius Pictor 4b.83.2, D.C.47.23.2, ἐν φρουραῖς ἀδέσμοις D.C.Epit.9.30.9, βαλλάντια ἄ. bolsas sin ataduras Plu.2.503c
fig. δεσμὸν δ' ἄδεσμον τόνδ' ἔχουσα φυλλάδος teniendo esta ligadura del follaje (ref. a las ramas de las suplicantes) que no es ligadura E.Supp.32.
2 no vendado Gal.18(2).505.

Greek Monotonic

ἄδεσμος: -ον, αδέσμευτος, ελεύθερος· ἄδεσμος φυλακή, Λατ. libera custodia, ο δικός μας «λόγος τιμής», σε Θουκ. κ.λπ.· δεσμὸς ἄδεσμος, συναρμογή ασύνδετη, χωρίς δέσιμο, λέγεται για το στεφάνι των ικετών, σε Ευρ.