αἰσχυντηλός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰσχυντηλός]], -ή, -όν)<br />[[ντροπαλός]], [[συνεσταλμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την [[ντροπή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ αἰσχυντηλόν</i><br />η [[αιδημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ρημ. επίθ. <i>αἰσχυντὸς</i> <span style="color: red;"><</span> ρ. [[αἰσχύνω]]. ΠΑΡ <b>αρχ.</b> [[αἰσχυντηλία]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰσχυντηλός]], -ή, -όν)<br />[[ντροπαλός]], [[συνεσταλμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την [[ντροπή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ αἰσχυντηλόν</i><br />η [[αιδημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ρημ. επίθ. <i>αἰσχυντὸς</i> <span style="color: red;"><</span> ρ. [[αἰσχύνω]]. ΠΑΡ <b>αρχ.</b> [[αἰσχυντηλία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰσχυντηλός:''' -ή, -όν (αἰσχύνομαι), [[κόσμιος]], [[αιδήμων]], [[μετριόφρων]], [[σεμνός]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 17:27, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντηλός Medium diacritics: αἰσχυντηλός Low diacritics: αισχυντηλός Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΗΛΟΣ
Transliteration A: aischyntēlós Transliteration B: aischyntēlos Transliteration C: aischyntilos Beta Code: ai)sxunthlo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A bashful, modest, Pl.Chrm. 160e, Arist.EN1128b20; τὸ αἰ. modesty, Pl.Chrm.158c. Adv. -λῶς Id.Lg.665e.    II of things, shameful, Arist.Rh.1384b18.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντηλός: -ή, -όν, αἰδήμων, κόσμιος, Πλάτ. Χαρμ. 160Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 3· τὸ αἰσχ., ἡ αἰδημοσύνη, Πλάτ. Χαρμ. 158C. - Ἐπίρρ. -λῶς, ὁ αὐτ. Νόμ. 665Ε. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, προξενῶν αἰσχύνην, αἰσχύνης ἄξιος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 21.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 pudique, modeste;
2 qui cause de la honte.
Étymologie: αἰσχύνω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1tímido, vergonzoso αἰσχυντηλοτέρω μᾶλλον τοῦ δέοντος Pl.Grg.487b, cf. Chrm.160e, Arist.EN 1128b20, αἰσχυντηλότεροι τοὺς τρόπους Aristid.Or.29.26
τὸ αἰ. timidez, modestia Pl.Chrm.158c.
2 vergonzoso, indecoroso τὰ ῥηθέντα Arist.Rh.1384b18.
II adv. -ῶς tímidamente Pl.Lg.665e.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰσχυντηλός, -ή, -όν)
ντροπαλός, συνεσταλμένος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν
η αιδημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία.

Greek Monotonic

αἰσχυντηλός: -ή, -όν (αἰσχύνομαι), κόσμιος, αιδήμων, μετριόφρων, σεμνός, σε Πλάτ.