αἰσχυντηλός: Difference between revisions
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰσχυντηλός]], -ή, -όν)<br />[[ντροπαλός]], [[συνεσταλμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την [[ντροπή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ αἰσχυντηλόν</i><br />η [[αιδημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ρημ. επίθ. <i>αἰσχυντὸς</i> <span style="color: red;"><</span> ρ. [[αἰσχύνω]]. ΠΑΡ <b>αρχ.</b> [[αἰσχυντηλία]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰσχυντηλός]], -ή, -όν)<br />[[ντροπαλός]], [[συνεσταλμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την [[ντροπή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ αἰσχυντηλόν</i><br />η [[αιδημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ρημ. επίθ. <i>αἰσχυντὸς</i> <span style="color: red;"><</span> ρ. [[αἰσχύνω]]. ΠΑΡ <b>αρχ.</b> [[αἰσχυντηλία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἰσχυντηλός:''' -ή, -όν (αἰσχύνομαι), [[κόσμιος]], [[αιδήμων]], [[μετριόφρων]], [[σεμνός]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:27, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A bashful, modest, Pl.Chrm. 160e, Arist.EN1128b20; τὸ αἰ. modesty, Pl.Chrm.158c. Adv. -λῶς Id.Lg.665e. II of things, shameful, Arist.Rh.1384b18.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντηλός: -ή, -όν, αἰδήμων, κόσμιος, Πλάτ. Χαρμ. 160Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 3· τὸ αἰσχ., ἡ αἰδημοσύνη, Πλάτ. Χαρμ. 158C. - Ἐπίρρ. -λῶς, ὁ αὐτ. Νόμ. 665Ε. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, προξενῶν αἰσχύνην, αἰσχύνης ἄξιος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 21.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 pudique, modeste;
2 qui cause de la honte.
Étymologie: αἰσχύνω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1tímido, vergonzoso αἰσχυντηλοτέρω μᾶλλον τοῦ δέοντος Pl.Grg.487b, cf. Chrm.160e, Arist.EN 1128b20, αἰσχυντηλότεροι τοὺς τρόπους Aristid.Or.29.26
•τὸ αἰ. timidez, modestia Pl.Chrm.158c.
2 vergonzoso, indecoroso τὰ ῥηθέντα Arist.Rh.1384b18.
II adv. -ῶς tímidamente Pl.Lg.665e.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἰσχυντηλός, -ή, -όν)
ντροπαλός, συνεσταλμένος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν
η αιδημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία.
Greek Monotonic
αἰσχυντηλός: -ή, -όν (αἰσχύνομαι), κόσμιος, αιδήμων, μετριόφρων, σεμνός, σε Πλάτ.