αἶπος: Difference between revisions
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εος, τό<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. contr. -ους]<br /><b class="num">1</b> [[altura]], [[elevación]], [[montaña]] Ἀθῷον [[αἶπος]] Ζηνός A.<i>A</i>.285, [[Ἀραχναῖον]] A.<i>A</i>.309, Παρνάσιον Theoc.7.148, Ἀργανθώνιον Euph.71, Μυρτώσιον A.R.2.505, ὁδοιπορῆσαι ... πρὸς [[αἶπος]] marchar cuesta arriba</i> Hp.<i>Morb</i>.2.51, ἰέναι Hp.<i>Morb</i>.2.70, fig. ([[δαίμων]]) πρὸς [[αἶπος]] ἔρχεται (el destino) se hace cuesta arriba</i> E.<i>Alc</i>.500.<br /><b class="num">2</b> fig. [[agotamiento]], [[esfuerzo]] [[αἶπος]] ἐκβαλὼν ὁδοῦ descansando del esfuerzo del camino</i> E.<i>Ph</i>.851, cf. Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[αἰπύς]]. | |dgtxt=-εος, τό<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. contr. -ους]<br /><b class="num">1</b> [[altura]], [[elevación]], [[montaña]] Ἀθῷον [[αἶπος]] Ζηνός A.<i>A</i>.285, [[Ἀραχναῖον]] A.<i>A</i>.309, Παρνάσιον Theoc.7.148, Ἀργανθώνιον Euph.71, Μυρτώσιον A.R.2.505, ὁδοιπορῆσαι ... πρὸς [[αἶπος]] marchar cuesta arriba</i> Hp.<i>Morb</i>.2.51, ἰέναι Hp.<i>Morb</i>.2.70, fig. ([[δαίμων]]) πρὸς [[αἶπος]] ἔρχεται (el destino) se hace cuesta arriba</i> E.<i>Alc</i>.500.<br /><b class="num">2</b> fig. [[agotamiento]], [[esfuerzo]] [[αἶπος]] ἐκβαλὼν ὁδοῦ descansando del esfuerzo del camino</i> E.<i>Ph</i>.851, cf. Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[αἰπύς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἶπος:''' -εος, τό ([[αἰπύς]]), ύψωμα, [[γκρεμός]], σε Αισχύλ.· πρὸς [[αἶπος]] ἔρχεσθαι, μεταφ., λέγεται για δύσκολη [[επιχείρηση]], για δύσκολο [[έργο]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 30 December 2018
English (LSJ)
εος, τό, (αἰπύς)
A height, steep, A.Ag.285,309, etc.; πρὸς αἶπος ὁδοιπορῆσαι, ἰέναι to toil up-hill, Hp.Morb.2.51,70; πρὸς αἶπος ἔρχεται, metaph. of a difficult task, E.Alc.500: hence αἶ. (v.l. ἆπος ) ἐκβαλὼν ὁδοῦ, i.e. the weariness of the ascent (expl. by Hsch. as κάματος), Id.Ph.851 (unless ἐκβαλών = 'forgetting').
Greek (Liddell-Scott)
αἶπος: -εος, τό, (αἰπύς) ὕψωμα, ἀκρώρεια, κρημνὸς ἀπότομος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 285, 309, κτλ. πρβλ. ἀπότομος: ― πρὸς αἶπος ἰέναι, ὁδοιπορεῖν, ἀναβαίνω μετὰ κόπου ὕψωμα, Ἱππ. 479. 17 καὶ 44., 485. 51· πρὸς αἶπος ἔρχεται, μεταφ. ἐπὶ δυσκόλου ἔργου, Εὐρ. Ἄλκ. 500 καὶ τὸ ἐν Φοιν. 851· αἶπος ἐκβαλὼν ὁδοῦ (τὸ κοπῶδες τῆς ὁδοιπορίας) εἶναι ἡ πιθανωτέρα φαίνεται γραφή, διότι ὁ Ἡσύχ. ἔχει γλῶσσ. «αἶπος· κάματος.» Πρβλ. Εὐστ. 381. 19 (ἔνθα ὅμως ἐν τῷ κειμένῳ εἶναι ἆπος).
French (Bailly abrégé)
εος, att. ους (τό) :
escarpement ; hauteur, montagne ; πρὸς αἶπος ἔρχεται EUR il va gravir l’escarpement en parl. d’une tâche ardue.
Étymologie: αἰπύς.
Spanish (DGE)
-εος, τό
• Morfología: [gen. contr. -ους]
1 altura, elevación, montaña Ἀθῷον αἶπος Ζηνός A.A.285, Ἀραχναῖον A.A.309, Παρνάσιον Theoc.7.148, Ἀργανθώνιον Euph.71, Μυρτώσιον A.R.2.505, ὁδοιπορῆσαι ... πρὸς αἶπος marchar cuesta arriba Hp.Morb.2.51, ἰέναι Hp.Morb.2.70, fig. (δαίμων) πρὸς αἶπος ἔρχεται (el destino) se hace cuesta arriba E.Alc.500.
2 fig. agotamiento, esfuerzo αἶπος ἐκβαλὼν ὁδοῦ descansando del esfuerzo del camino E.Ph.851, cf. Hsch.
• Etimología: Cf. αἰπύς.
Greek Monotonic
αἶπος: -εος, τό (αἰπύς), ύψωμα, γκρεμός, σε Αισχύλ.· πρὸς αἶπος ἔρχεσθαι, μεταφ., λέγεται για δύσκολη επιχείρηση, για δύσκολο έργο, σε Ευρ.