ἀκρισία: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκρισία]]) (Ν και -σιά) [[ἄκριτος]]<br />διανοητική [[ανεπάρκεια]], [[έλλειψη]] ορθής κρίσης, εσφαλμένη [[κρίση]] ή [[επιλογή]], [[απερισκεψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] τάξης, [[αταξία]], [[σύγχυση]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) το να μη φτάνει μια [[αρρώστια]] στο κρισιμότερο [[σημείο]] της.
|mltxt=η (Α [[ἀκρισία]]) (Ν και -σιά) [[ἄκριτος]]<br />διανοητική [[ανεπάρκεια]], [[έλλειψη]] ορθής κρίσης, εσφαλμένη [[κρίση]] ή [[επιλογή]], [[απερισκεψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] τάξης, [[αταξία]], [[σύγχυση]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) το να μη φτάνει μια [[αρρώστια]] στο κρισιμότερο [[σημείο]] της.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρῐσία:''' ἡ ([[ἄκριτος]]), [[έλλειψη]] σαφήνειας, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 17:33, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῐσία Medium diacritics: ἀκρισία Low diacritics: ακρισία Capitals: ΑΚΡΙΣΙΑ
Transliteration A: akrisía Transliteration B: akrisia Transliteration C: akrisia Beta Code: a)krisi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἄκριτος)

   A want of distinctness and order, confusion, X. HG7.5.27; ἀ. καὶ ταραχή Epicur.Sent.22.    II want of judgement, bad judgement or choice, Plb.2.35.3, AP7.629 (Antip.); περὶ τῶν φίλων Luc.Tim.8.    III undecided character of a disease, not coming to a crisis, Hp.Epid.1.8: pl., ἠέρος ἀ. unsettled climate, POxy.1796.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐσία: ἡ, (ἄκριτος) ἔλλειψις σαφηνείας καὶ τάξεως, σύγχυσις, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 27. ΙΙ. ἔλλειψις κρίσεως, κακή, ἐσφαλμένη κρίσιςἐκλογή, διαστροφή, Πολύβ. 2. 35, 3. ΙΙΙ. ὁ ἀναποφάσιστος χαρακτὴρ νόσου τινός, μὴ ἱκνουμένης εἰς κρίσιμον σημεῖον, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manque d’ordre, confusion;
2 manque de discernement.
Étymologie: ἄκριτος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἀκριἵα Hsch.ι 651
I 1confusión ἀ. καὶ ταραχή X.HG 7.5.27, Epicur.Sent.[5] 22, Plb.38.12.1, D.C.83.6, θόρυβος καὶ ἀ. Plb.5.25.6, ἀ. περὶ πάντας τοὺς Ἕλληνας Plb.2.39.8.
2 carácter incierto, en una enfermedad carencia de crisis Hp.Epid.1.8
plu. ἀ. ἠέρος tiempo variable, inseguro, GDRK 60.2.22.
3 incapacidad para enjuiciar, falta de discernimiento, poco juicio c. gen. subjet. προεστῶτος Plb.7.5.3, Ἑλλήνων AP 7.629 (Antip.Thess.)
c. gen. obj. χειρισμοῦ Plb.2.35.3, c. prep. περὶ τῶν φίλων Luc.Tim.8.
4 ecuanimidad, trato igualitario, incapacidad para hacer distinciones c. gen. subj. δαίμονος SEG 39.972.11 (Lato, Creta II a.C.).
II injusticia Procop.Gaz.M.87.2604D.

Greek Monolingual

η (Α ἀκρισία) (Ν και -σιά) ἄκριτος
διανοητική ανεπάρκεια, έλλειψη ορθής κρίσης, εσφαλμένη κρίση ή επιλογή, απερισκεψία
αρχ.
1. έλλειψη τάξης, αταξία, σύγχυση
2. (για νόσο) το να μη φτάνει μια αρρώστια στο κρισιμότερο σημείο της.

Greek Monotonic

ἀκρῐσία: ἡ (ἄκριτος), έλλειψη σαφήνειας, σε Ξεν.