ἀκύμων: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκύμων]] (-ονος), -ον (Α) [[κύμα]]<br />[[ακύμαντος]], [[άκυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κῦμα]] «το θαλάσσιο [[κύμα]]». Σημειώνεται ότι τόσο το [[ἀκύμων]] (Ι) όσο και το [[ἀκύμων]] (ΙΙ) στην [[πραγματικότητα]] έχουν [[κοινή]] ετυμολογική [[αρχή]], τη λ. [[κῦμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κύω</i>), διαφοροποιημένη σημασιολογικά ως «[[κυματισμός]], θαλάσσιο [[κύμα]]» (&GT; [[ἀκύμων]] Ι) και «[[κύημα]], [[έμβρυο]]» (&GT; [[ἀκύμων]] ΙΙ)].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκύμων]] (-ονος), -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για γυναίκες) [[στείρα]]<br /><b>2.</b> [[άκαρπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κῦμα]] «[[κύημα]], [[έμβρυο]]», <b>βλ.</b> [[ἀκύμων]] Ι].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκύμων]] (-ονος), -ον (Α) [[κύμα]]<br />[[ακύμαντος]], [[άκυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κῦμα]] «το θαλάσσιο [[κύμα]]». Σημειώνεται ότι τόσο το [[ἀκύμων]] (Ι) όσο και το [[ἀκύμων]] (ΙΙ) στην [[πραγματικότητα]] έχουν [[κοινή]] ετυμολογική [[αρχή]], τη λ. [[κῦμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κύω</i>), διαφοροποιημένη σημασιολογικά ως «[[κυματισμός]], θαλάσσιο [[κύμα]]» (&GT; [[ἀκύμων]] Ι) και «[[κύημα]], [[έμβρυο]]» (&GT; [[ἀκύμων]] ΙΙ)].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκύμων]] (-ονος), -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για γυναίκες) [[στείρα]]<br /><b>2.</b> [[άκαρπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κῦμα]] «[[κύημα]], [[έμβρυο]]», <b>βλ.</b> [[ἀκύμων]] Ι].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκύμων:''' ,—ονος[ῡ], -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>κύεω</i>), [[άκαρπος]], [[στείρος]], λέγεται για γυναίκες, σε Ευρ.<br /><b class="num">• [[ἀκύμων]]:</b> ,—ονος[ῡ], -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[κῦμα]]) = [[ἀκύμαντος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 17:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκύμων Medium diacritics: ἀκύμων Low diacritics: ακύμων Capitals: ΑΚΥΜΩΝ
Transliteration A: akýmōn Transliteration B: akymōn Transliteration C: akymon Beta Code: a)ku/mwn

English (LSJ)

(A), [ῡ], ον, gen. ονος, (κῦμα)

   A = ἀκύμαντος, Pi.Fr.235, A.Ag.566; θάλασσα Ar.Fr.708; ἀ. πομπὰ σιγώντων ἀνέμων E.Fr.773.39 (Pap.); γαλήνη Ph.1.680; ἀήρ Plu.2.722e; οὐρανός prob. in Plot.5.1.2: metaph., βίος Plu.2.8a.
ἀκύμ-ων (B), [ῡ], ον, gen. ονος, (κυέω)

   A without fruit, barren, of women, E.Andr.158; of the earth, Moschio Trag.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκύμων: [ῡ], -ον, γεν. ονος, (κῦμα) = ἀκύμαντος, Πινδ. Ἀποσπ. 259, Αἰσχύλ. Ἀγ. 556: - μεταφ., γαληνιαῖος, βίος, Πλούτ. 8Β, κτλ., ἴδε Wyttenb. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

1ων, ον ; gén. ονος;
sans vagues, calme.
Étymologie: ἀ, κῦμα.
2ων, ον ; gén. ονος;
stérile.
Étymologie: ἀ, κύω.

English (Slater)

ᾰκῡμων
   1 waveless ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῡ-]
I 1que no tiene olas, carente de oleajedel mar, Pi.Fr.140b.16, A.A.566, ἀκύμονα πόντου νῶτα E.IT 1444, Ael.NA 15.12, ἀκύμονι πομπᾷ σιγώντων ἀνέμων E.Fr.773.39, ἀ. γαλήνη Ph.1.680, ὄχθαι Nonn.D.10.171.
2 fig. tranquilo, sosegado βίος Plu.2.8a, διάθεσις Plot.1.6.5, ψυχή Plu.2.1090b.
II estéril, que no concibe νηδύς E.Andr.158, γῆ Moschio Trag.6.13, cf. Ar.Fr.765, Sud.

• Etimología: v. κυέω

Greek Monolingual

(I)
ἀκύμων (-ονος), -ον (Α) κύμα
ακύμαντος, άκυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κῦμα «το θαλάσσιο κύμα». Σημειώνεται ότι τόσο το ἀκύμων (Ι) όσο και το ἀκύμων (ΙΙ) στην πραγματικότητα έχουν κοινή ετυμολογική αρχή, τη λ. κῦμα (< κύω), διαφοροποιημένη σημασιολογικά ως «κυματισμός, θαλάσσιο κύμα» (> ἀκύμων Ι) και «κύημα, έμβρυο» (> ἀκύμων ΙΙ)].———————— (II)
ἀκύμων (-ονος), -ον (Α)
1. (για γυναίκες) στείρα
2. άκαρπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κῦμα «κύημα, έμβρυο», βλ. ἀκύμων Ι].

Greek Monotonic

ἀκύμων: ,—ονος[ῡ], -ον, γεν. -ονος (κύεω), άκαρπος, στείρος, λέγεται για γυναίκες, σε Ευρ.
ἀκύμων: ,—ονος[ῡ], -ον, γεν. -ονος (κῦμα) = ἀκύμαντος, σε Αισχύλ.