ἀλιπαρής: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλιπαρής]], -ές (Α)<br />[[ακατάλληλος]], [[ανάρμοστος]] σε ικέτη (άλλοι το «τὴν δ’ ἀλιπαρῆ [[τρίχα]]», <b>Σοφ.</b> Ηλ. 451, ερμηνεύουν απεριποίητη, ακαλλώπιστη [[κόμη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λιπαρός]] «[[στιλπνός]], [[λείος]], [[λαμπρός]], [[κομψός]]»].
|mltxt=[[ἀλιπαρής]], -ές (Α)<br />[[ακατάλληλος]], [[ανάρμοστος]] σε ικέτη (άλλοι το «τὴν δ’ ἀλιπαρῆ [[τρίχα]]», <b>Σοφ.</b> Ηλ. 451, ερμηνεύουν απεριποίητη, ακαλλώπιστη [[κόμη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λιπαρός]] «[[στιλπνός]], [[λείος]], [[λαμπρός]], [[κομψός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλῑπᾰρής:''' -ές, [[ακατάλληλος]], [[ανάρμοστος]] για ικέτη, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῑπᾰρής Medium diacritics: ἀλιπαρής Low diacritics: αλιπαρής Capitals: ΑΛΙΠΑΡΗΣ
Transliteration A: aliparḗs Transliteration B: aliparēs Transliteration C: aliparis Beta Code: a)liparh/s

English (LSJ)

ές,

   A not fit for a suppliant, ἀ. θρίξ dub. l. in S.El.451; expl. by Sch. as αὐχμηρά, from ἀ- priv., λιπαρός.

German (Pape)

[Seite 97] θρίξ Soph. El. 443, zw., nicht glänzend (Hesych. αὐχμηρά), nicht so wie es sich für den Betenden paßt, geschmückt. Br. u. Erf. haben die sich schon in den Schol. findende Lesart λυπαρής aufgenommen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῑπᾰρής: -ές, ἀκατάλληλος, ἀνάρμοστος εἰς ἱκετεύοντα· ἀλ. θρίξ (ἴσ. καὶ λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. λιπαρός), οὐχὶ λιπαρὰ καὶ κεκαλλωπισμένη κόμη, Σοφ. Ἠλ. 451. Ἴδε σημ. Jebb.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non oint, non brillant de parfums ; sans parure.
Étymologie: ἀ, λιπαρός.

Spanish (DGE)

-ές
magro στυγνὸν καὶ ἀλιπαρὲς ἐφόδιον ἔχουσα Cyr.Al.M.69.136C, ἀλιπαρῆ· αὐχμηρά Hsch.

Greek Monolingual

ἀλιπαρής, -ές (Α)
ακατάλληλος, ανάρμοστος σε ικέτη (άλλοι το «τὴν δ’ ἀλιπαρῆ τρίχα», Σοφ. Ηλ. 451, ερμηνεύουν απεριποίητη, ακαλλώπιστη κόμη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λιπαρός «στιλπνός, λείος, λαμπρός, κομψός»].

Greek Monotonic

ἀλῑπᾰρής: -ές, ακατάλληλος, ανάρμοστος για ικέτη, σε Σοφ.