ἀλιπαρής
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
English (LSJ)
ἀλιπαρές, not fit for a suppliant, ἀ. θρίξ dub. l. in S.El.451; expl. by Sch. as αὐχμηρά, from ἀ- priv., λιπαρός.
Spanish (DGE)
-ές
magro στυγνὸν καὶ ἀλιπαρὲς ἐφόδιον ἔχουσα Cyr.Al.M.69.136C, ἀλιπαρῆ· αὐχμηρά Hsch.
German (Pape)
[Seite 97] θρίξ Soph. El. 443, zw., nicht glänzend (Hesych. αὐχμηρά), nicht so wie es sich für den Betenden paßt, geschmückt. Br. u. Erf. haben die sich schon in den Schol. findende Lesart λυπαρής aufgenommen.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non oint, non brillant de parfums ; sans parure.
Étymologie: ἀ, λιπαρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῑπᾰρής: без блеска, т. е. неубранный, неукрашенный (θρίξ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῑπᾰρής: -ές, ἀκατάλληλος, ἀνάρμοστος εἰς ἱκετεύοντα· ἀλ. θρίξ (ἴσ. καὶ λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. λιπαρός), οὐχὶ λιπαρὰ καὶ κεκαλλωπισμένη κόμη, Σοφ. Ἠλ. 451. Ἴδε σημ. Jebb.
Greek Monolingual
ἀλιπαρής, -ές (Α)
ακατάλληλος, ανάρμοστος σε ικέτη (άλλοι το «τὴν δ’ ἀλιπαρῆ τρίχα», Σοφ. Ηλ. 451, ερμηνεύουν απεριποίητη, ακαλλώπιστη κόμη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λιπαρός «στιλπνός, λείος, λαμπρός, κομψός»].
Greek Monotonic
ἀλῑπᾰρής: -ές, ακατάλληλος, ανάρμοστος για ικέτη, σε Σοφ.
Middle Liddell
not fit for a suppliant, Soph.