ἁλίκλυστος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλίκλυστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατακλύζεται από τη [[θάλασσα]], ο [[θαλασσόδαρτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σηκώνει [[ψηλά]] κύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]], «[[περιβρέχω]], [[ορμώ]] και [[σκεπάζω]] με κύματα»].
|mltxt=[[ἁλίκλυστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατακλύζεται από τη [[θάλασσα]], ο [[θαλασσόδαρτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σηκώνει [[ψηλά]] κύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]], «[[περιβρέχω]], [[ορμώ]] και [[σκεπάζω]] με κύματα»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλίκλυστος:''' -ον (ἅλς, [[κλύζω]]), κατακλυζόμενος από [[θάλασσα]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίκλυστος Medium diacritics: ἁλίκλυστος Low diacritics: αλίκλυστος Capitals: ΑΛΙΚΛΥΣΤΟΣ
Transliteration A: halíklystos Transliteration B: haliklystos Transliteration C: aliklystos Beta Code: a(li/klustos

English (LSJ)

ον,

   A sea-washed, sea-beaten, of coast, S.Aj.1219 (lyr.); ἁ. πὰρ χθονὶ Πειραέως IG3.1344; ἁ. δέμας AP9.228 (Apollonid.).    2 high-surging, πόντος Orph.A.333.

German (Pape)

[Seite 96] meerbespült, πόντου πρόβλημα Soph. Ai. 1198; πέτραι Opp. H. 1, 155; Ep. ad. 399 (IX, 325); ἠϊονίς Agath. 49 (IX, 657); Σινώπη D. Per. 972; Orph. Arg. 331 πόντος, hochwogend.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίκλυστος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης κατακλυζόμενος, προσβαλλόμενος, Σοφ. Αἴ. 1219 (λυρ.)· ἁλ. πάρ χθονὶ Πειραέως, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 113· ἁλ. δέμας, Ἀνθ. Π. 9. 228. 2) ὁ ὑψηλὰ ἐγειρόμενος, ὑψηλὰ κύματα ἐγείρων, πόντος, Ὀρφ. Ἀργ. 335.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
baigné par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, κλύζω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 batido, bañado por el mar de promontorios y zonas costeras πρόβλημ' ἁλίκλυστον S.Ai.1219, ἁλικλύστῳ πὰρ χθονὶ Πειραέως IG 22.12476 (II d.C.), Μαραθών Nonn.D.13.153, ἁ. δέμας AP 9.228 (Apollonid).
2 de violento oleaje πόντος Orph.A 333.

Greek Monolingual

ἁλίκλυστος, -ον (Α)
1. αυτός που κατακλύζεται από τη θάλασσα, ο θαλασσόδαρτος
2. αυτός που σηκώνει ψηλά κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + κλύζω, «περιβρέχω, ορμώ και σκεπάζω με κύματα»].

Greek Monotonic

ἁλίκλυστος: -ον (ἅλς, κλύζω), κατακλυζόμενος από θάλασσα, σε Σοφ.