ἀναβέβρυχεν: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(Autenrieth)
(2)
Line 10: Line 10:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[defective]] perf., bubbles up, Il. 17.54† (v. l. ἀναβέβροχεν).
|auten=[[defective]] perf., bubbles up, Il. 17.54† (v. l. ἀναβέβροχεν).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναβέβρῠχεν:''' παρακ. με ενεστ. ἀνα-[[βρύζω]] σε [[αχρηστία]], [[ἀναβέβρυχεν]] [[ὕδωρ]], ανέβλυζε ή κόχλαζε το [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 181] ὕδωρ, Il. 17, 54, das Wasser sprudelt hervor; s. Buttmann. Lexil. 2, 120 ff. Zenodot las ἀναβέβροχεν, Scholl. Iliad. l. l.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβέβρῠχεν: πρκμ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀναβέβρυχεν ὕδωρ, τὸ ὕδωρ ἀνέβρυσεν, ἀνεπήδησεν ἢ ἀνεκόχλασεν, Ἰλ. Ρ. 54, ἔνθα ὁ Ζηνόδ. ἀναβέβροχεν. (Συγγεν. τῷ βλύζω, βλύω, βρύω, πρβλ. ὑπόβρυχα: πρβλ. βρόχω Ι).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pf. de *ἀναβρύζω, *ἀναβρύχω jaillir avec bruit.
Étymologie: ἀνά, βρυχάομαι.

English (Autenrieth)

defective perf., bubbles up, Il. 17.54† (v. l. ἀναβέβροχεν).

Greek Monotonic

ἀναβέβρῠχεν: παρακ. με ενεστ. ἀνα-βρύζω σε αχρηστία, ἀναβέβρυχεν ὕδωρ, ανέβλυζε ή κόχλαζε το νερό, σε Ομήρ. Ιλ.