ἀμφισβήτητος: Difference between revisions

From LSJ
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφισβήτητος]], -ον (Α) [[ἀμφισβητῶ]]<br />αυτός που υπόκειται σε [[αμφισβήτηση]], ο διαφιλονικούμενος.
|mltxt=[[ἀμφισβήτητος]], -ον (Α) [[ἀμφισβητῶ]]<br />αυτός που υπόκειται σε [[αμφισβήτηση]], ο διαφιλονικούμενος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφισβήτητος:''' -ον ([[ἀμφισβητέω]]), διαφιλονικούμενος, [[αμφισβητήσιμος]], <i>γῆ</i>, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβήτητος Medium diacritics: ἀμφισβήτητος Low diacritics: αμφισβήτητος Capitals: ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟΣ
Transliteration A: amphisbḗtētos Transliteration B: amphisbētētos Transliteration C: amfisvititos Beta Code: a)mfisbh/thtos

English (LSJ)

ον,

   A disputed, debatable, γῆ Th. 6.6.

German (Pape)

[Seite 144] ον, bestritten, γῆ Thuc. 6, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβήτητος: -ον, διαφιλονεικούμενος, ὑποκείμενος εἰς ἀμφισβήτησιν, γῆ Θουκ. 6. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contesté, disputé.
Étymologie: adj. verb. de ἀμφισβητέω.

Spanish (DGE)

-ον disputado, en disputa γῆ Th.6.6.

Greek Monolingual

ἀμφισβήτητος, -ον (Α) ἀμφισβητῶ
αυτός που υπόκειται σε αμφισβήτηση, ο διαφιλονικούμενος.

Greek Monotonic

ἀμφισβήτητος: -ον (ἀμφισβητέω), διαφιλονικούμενος, αμφισβητήσιμος, γῆ, σε Θουκ.