ἀμοιβαδίς: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμοιβαδὶς <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀμοιβή]]<br />αμοιβαία, [[εναλλάξ]], διαδοχικά.
|mltxt=ἀμοιβαδὶς <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀμοιβή]]<br />αμοιβαία, [[εναλλάξ]], διαδοχικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμοιβᾰδίς:''' επίρρ. ([[ἀμοιβή]]), εκ διαδοχής, κατά [[σειρά]], [[εναλλάξ]], ἀμ. [[ἄλλοθεν]] [[ἄλλος]], ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοιβᾰδίς Medium diacritics: ἀμοιβαδίς Low diacritics: αμοιβαδίς Capitals: ΑΜΟΙΒΑΔΙΣ
Transliteration A: amoibadís Transliteration B: amoibadis Transliteration C: amoivadis Beta Code: a)moibadi/s

English (LSJ)

Adv., (ἀμοιβή)

   A by turns, alternately, ἀ. ἄλλοθεν ἄλλος one after another, Theoc.1.34; ἀ. ἀνέρος ἀνὴρ ἑζόμενος A.R.4.199, cf. Nonn.D.24.227:—also ἀμοιβ-αδόν, Parm.1.19, A.R.2.1226, Ti.Locr.68e, Them.Or.17.215b, Agath.2.21.    II in turn, again, Epigr.Gr.998.9.

German (Pape)

[Seite 126] abwechselnd, wechselseitig, ἄλλοθεν ἄλλος Theocr. 1, 34; ἐρέεινον ἀλλήλους Ap. Rh. 1, 980; ἀμ. ἀνέρος ἀνήρ 4, 199, d. i. ein Mann mit dem andern wechselnd.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοιβᾰδίς: ἐπίρρ., (ἀμοιβὴ) ἐκ διαδοχῆς, κατὰ σειράν, ἀμ. ἄλλοθεν ἄλλος, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, Θεόκρ. 1. 34· ἀμ. ἀνέρος ἀνὴρ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 199· ― οὕτως, ἁμοιβαδὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1226, Τίμ. Λοκρ. 98Ε. ΙΙ. Πάλιν, Συλλογ. Ἐπιγρ. 4738. Πρβλ. ἀμοιβηδίς.

French (Bailly abrégé)

adv.
alternativement.
Étymologie: ἀμοιβάς.

Spanish (DGE)

(ἀμοιβᾰδίς)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv.
1 por turno ἀλλήλους δ' ἐρέεινον ἀ. A.R.1.980, cf. 2.1061, 4.199, 953, ἀ. ἄλλοθεν ἄλλος νεικείουσ' ἐπέεσσι Theoc.1.34, cf. 22.96, Call.Fr.186.23, Nonn.D.24.227, Hsch.
2 a su vez, a mi vez ταῦτ' ἔγραψα ἔγωγε ... ἀ. Col.Memn.51.9 (II a.C.), σφιν ἄναξ ἀγόρευεν ἀ. Nonn.Par.Eu.Io.7.19, cf. 10.33.

Greek Monolingual

ἀμοιβαδὶς επίρρ. (Α) ἀμοιβή
αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά.

Greek Monotonic

ἀμοιβᾰδίς: επίρρ. (ἀμοιβή), εκ διαδοχής, κατά σειρά, εναλλάξ, ἀμ. ἄλλοθεν ἄλλος, ο ένας μετά τον άλλο, σε Θεόκρ.