ἄψαυστος: Difference between revisions

From LSJ
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄψαυστος]], -ον (AM) [[ψαύω]]<br /><b>1.</b> ανέγγιχτος, [[άθικτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει [[κανείς]], ο [[ιερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν αγγίζει [[κάτι]].
|mltxt=[[ἄψαυστος]], -ον (AM) [[ψαύω]]<br /><b>1.</b> ανέγγιχτος, [[άθικτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει [[κανείς]], ο [[ιερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν αγγίζει [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄψαυστος:''' -ον ([[ψαύω]])·<br /><b class="num">I.</b> ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει [[κάποιος]], [[ιερός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 18:21, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄψαυστος Medium diacritics: ἄψαυστος Low diacritics: άψαυστος Capitals: ΑΨΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ápsaustos Transliteration B: apsaustos Transliteration C: apsafstos Beta Code: a)/yaustos

English (LSJ)

ον,

   A untouched, Hdt. 8.41, Thphr.HP5.5.6, Ph.2.14; not to be touched, sacred, Th.4.97; χρήματα App.BC2.41.    II Act., not touching, c. gen., ἄ. ἔγχους S.OT969; ἄ. τέκνων, of persons dying young, Epigr.Gr.241.2 (Smyrna).

Greek (Liddell-Scott)

ἄψαυστος: -ον, ὁ μὴ ψαυσθείς, Ἡρόδ. 8. 41· ὃν δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ψαύσῃ, ἱερός, ὡς τὸ ἄθικτος, Θουκ. 4. 97. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐγγίζων, μὴ ψαύσας, ἐπὶ τῶν ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ ἀποθνησκόντων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 non touché, intact;
2 qu’on ne peut toucher, sacré;
II. qui ne touche pas à, gén..
Étymologie: ἀ, ψαύω.

Spanish (DGE)

-ον
1 no tocado, intacto ἡ μελιτόεσσα ... ἦν ἄ. Hdt.8.41, de maderas, Thphr.HP 5.5.6, τὸν γάμον ... διατηρήσας ἄψαυστόν τε καὶ σῷον Ph.2.14, ὄιν δ' ἄψαυστον ἐάσσας Nonn.D.17.49, ἀψαύστοιο ... κορείας AP 5.217 (Paul.Sil.).
2 no tocable, que no se puede tocar e.d. sagrado ὕδωρ Th.4.97, σφραγίς Lyc.508, χρήματα App.BC 2.41, cf. Poll.1.9.
3 que no toca o no ha tocado c. gen. ἐγὼ δ' ... ἄ. ἔγχους S.OT 969, νηδυίων ἄψαυστος ... χαλκός A.R.2.113, ἄψαυστοι τέκνων que no han tenido hijos, ISmyrna 523.2 (II/I a.C.).

Greek Monolingual

ἄψαυστος, -ον (AM) ψαύω
1. ανέγγιχτος, άθικτος
2. εκείνος τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει κανείς, ο ιερός
αρχ.
όποιος δεν αγγίζει κάτι.

Greek Monotonic

ἄψαυστος: -ον (ψαύω
I. ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει κάποιος, ιερός, σε Θουκ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα πράγμα, με γεν., σε Σοφ.