ἄτηκτος: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτηκτος]], -ον) [[τήκω]]<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να λειώσει<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανυπότακτος]], [[σκληρός]]. ατημέλεια και [[ατημελησία]], η (Μ [[ἀτημέλεια]] και -μελησία) [[ατημελής]]<br />[[παραμέληση]], [[ολιγωρία]], αφροντισιά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδιαφορία]] για το [[ντύσιμο]] και την ευπρεπή [[εμφάνιση]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτηκτος]], -ον) [[τήκω]]<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να λειώσει<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανυπότακτος]], [[σκληρός]]. ατημέλεια και [[ατημελησία]], η (Μ [[ἀτημέλεια]] και -μελησία) [[ατημελής]]<br />[[παραμέληση]], [[ολιγωρία]], αφροντισιά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδιαφορία]] για το [[ντύσιμο]] και την ευπρεπή [[εμφάνιση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄτηκτος:''' -ον, αυτός που δεν έλιωσε ή δεν λιώνει, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not melted or to be melted by fire, χιών Pl.Phd.106a; ἄ. πυρί Arist.GA762a31, cf. Mete.388b24. 2 insoluble in oil, Dsc. 5.160. II metaph., not to be softened or subdued, νόμοις ἄτηκτοι Pl.Lg.853d.
German (Pape)
[Seite 386] nicht geschmolzen, χιών Plat. Phaed. 106 a; nicht zu schmelzen, unschmelzbar, Tim. 73 e; Arist. (s. ἄτεγκτος); übertr., nicht zu erweichen, νόμοις Plat. Legg. IX, 853 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fondu.
Étymologie: ἀ, τήκω.
Spanish (DGE)
-ον
I no fundido, no licuado χιών Pl.Phd.106a.
II 1no soluble por efecto del agua u otro disolvente (τὴν γῆν) ἐάσαντα ἄτηκτον Pl.Ti.60e, cf. 61b, Dsc.5.160.
2 no fusible, que no se funde o licúa (γῆν) ... ὑπ' ἀμφοῖν ἄτηκτον ἀπηργάσατο hizo (la tierra) indestructible por ambos (el agua y el fuego), Pl.Ti.73e, σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα Pl.Sph.265c, cf. Arist.Mete.385a12, 20, 33, 378b24, πυρὶ ἄτηκτα de huesos y materia córnea, Arist.GA 762a31, de ciertas piedras, Arist.Mete.378a23, ἡ λιθάργυρος Gal.13.398.
3 fig. de pers. que no se ablanda, inflexible νόμοις ... ἄτηκτοι Pl.Lg.853d.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτηκτος, -ον) τήκω
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να λειώσει
αρχ.
ανυπότακτος, σκληρός. ατημέλεια και ατημελησία, η (Μ ἀτημέλεια και -μελησία) ατημελής
παραμέληση, ολιγωρία, αφροντισιά
νεοελλ.
αδιαφορία για το ντύσιμο και την ευπρεπή εμφάνιση.
Greek Monotonic
ἄτηκτος: -ον, αυτός που δεν έλιωσε ή δεν λιώνει, σε Πλάτ.