ἀφώνητος: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀφώνητος]], -ον (Α) [[φωνώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[φωνή]], [[άφωνος]], [[άλαλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σωπαίνει<br /><b>3.</b> [[ανείπωτος]], [[ανέκφραστος]], [[απερίγραπτος]]. | |mltxt=[[ἀφώνητος]], -ον (Α) [[φωνώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[φωνή]], [[άφωνος]], [[άλαλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σωπαίνει<br /><b>3.</b> [[ανείπωτος]], [[ανέκφραστος]], [[απερίγραπτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀφώνητος:''' -ον ([[φωνέω]])· [[άφωνος]], [[άναυδος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unspeakable, unutterable, ἄχος Pi. P.4.237. II voiceless, speechless, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀ. S.OC 1283.
German (Pape)
[Seite 416] unaussprechlich (od. stumm?), ἄχος Pind. P. 4, 237; τὰ ἀφ. Soph. O. C. 1285, sprachlos, stumm, wie Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφώνητος: -ον, ἀνεκφώνητος, ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει Πινδ. Π. 4. 422. ΙΙ. ἄφωνος, ἄλαλος, πάρεσχε φωνὴν τοῖς ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1283· δεσμός, πόνος ἀφ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 44, 256.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans voix, muet.
Étymologie: ἀ, φωνέω.
English (Slater)
ᾰφώνητος
1 soundless ἴυξεν δ' ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει (P. 4.237)
Spanish (DGE)
-ον
1 indecible, ἄχος Pi.P.4.237.
2 de pers. mudo παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις S.OC 1283, cf. Nonn.D.26.280
•fig. σιγή Nonn.D.19.2, σιωπή Nonn.D.13.10.
3 de anim. no dotado de lenguaje ταῦρος Nonn.D.47.398
•de objetos inanimados mudo, silencioso πρόσωπον de una máscara, Nonn.D.27.230, cf. 15.267, χερσὶν ἀφωνήτοισι con manos silenciosas de un mimo que representa a Ganimedes, Nonn.D.19.217.
Greek Monolingual
ἀφώνητος, -ον (Α) φωνώ
1. αυτός που δεν έχει φωνή, άφωνος, άλαλος
2. αυτός που σωπαίνει
3. ανείπωτος, ανέκφραστος, απερίγραπτος.