βαρύθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[βαρύθυμος]], -ον)<br />αυτός που δεν αλλάζει εύκολα [[διάθεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκυθρωπός]], [[περίλυπος]]<br /><b>2.</b> οργισμένος.
|mltxt=-η, -ο (AM [[βαρύθυμος]], -ον)<br />αυτός που δεν αλλάζει εύκολα [[διάθεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκυθρωπός]], [[περίλυπος]]<br /><b>2.</b> οργισμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύθῡμος:''' -ον, [[κατηφής]], [[σκυθρωπός]], [[άκεφος]], αγανακτισμένος, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρύθῡμος Medium diacritics: βαρύθυμος Low diacritics: βαρύθυμος Capitals: ΒΑΡΥΘΥΜΟΣ
Transliteration A: barýthymos Transliteration B: barythymos Transliteration C: varythymos Beta Code: baru/qumos

English (LSJ)

ον,

   A heavy in spirit: indignant, sullen, ὀργή E.Med.176, cf. Call.Cer.81, etc.; opp. ὀξύθυμος, Plu.2.13e: Sup., Phld.Ir.p.64 W. Adv. -μως, ἔχειν Alciphr. 2.3; rejected by Poll.3.99.

German (Pape)

[Seite 434] mißmüthig, sowohl niedergeschlagen, traurig, als zornig; ὀργή Eur. Med. 176; Call. Del. 215; H. h. Cer. 81; in Prosa, Plut. Alex. 9 u. öfter. – Adv. βαρυθύμως, Alciphr. 2, 3. ·

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύθῡμος: -ον, ὁ βεβαρημένος τὴν ψυχὴν, ἠγανακτημένος, κατηφής, Εὐρ. Μηδ. 176, Καλλ. εἰς Δήμ. 81, κτλ.-Ἐπίρρ. -μως Ἀλκίφρ. 2. 3. ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. 3. 99.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irrité, mécontent.
Étymologie: βαρύς, θυμός.

Spanish (DGE)

(βᾰρύθῡμος) -ον

• Prosodia: [-ρῠ-]
I 1severo, implacable de la cólera ὀργὴ β. cólera que abruma el corazón E.Med.176, de la audacia θράσος βαρύθυμον LXX 3Ma.6.20
de pers. enfadado, colérico νύμφα Διὸς βαρύθυμε ¡oh irritada esposa de Zeus! Call.Del.215, φύσει εἶναι β. ser colérico por naturaleza Charito 2.7.2, δύσζηλος καὶ β. γυνή mujer irascible y colérica Plu.Alex.9, μᾶλλον γὰρ ... ὀξύθυμον εἶναι δεῖ τὸν πατέρα ἢ βαρύθυμον conviene más que el padre sea de genio irritable que severo Plu.2.13d, φύσει β. εἶναι (Παρύσατις) Plu.Art.6, cf. compar., Phld.Ir.30.34, de anim. βαρύθυμον ... τὸ ζῳόν ἐστι (ὀνοκένταυρα) Ael.NA 17.9.
2 apenado, abatido γυνά Call.Cer.80
neutr. subst. τὸ βαρύθυμον melancolía, dolor, IEphesos 11A.30 (II d.C.), Poll.3.99.
II adv. -ως abatidamente ἔχειν β. Alciphr.4.18.14, Poll.3.99.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βαρύθυμος, -ον)
αυτός που δεν αλλάζει εύκολα διάθεση
νεοελλ.
1. σκυθρωπός, περίλυπος
2. οργισμένος.

Greek Monotonic

βᾰρύθῡμος: -ον, κατηφής, σκυθρωπός, άκεφος, αγανακτισμένος, σε Ευρ.