δυσκόμιστος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσκόμιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δύσκολα μεταφέρεται («δυσκόμιστο [[φορτίο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή υποφέρει [[κανείς]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[δυσκόμιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δύσκολα μεταφέρεται («δυσκόμιστο [[φορτίο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή υποφέρει [[κανείς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσκόμιστος:''' -ον ([[κομίζω]]), [[δύσκολος]] στο να υποφερθεί, [[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]], δυσβάσταχτος, σε Σοφ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to bear, intolerable, πότμος S.Ant.1346 (lyr.); τέκνα E.HF1422.
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu tragen; πότμος Soph. Ant. 1326; τέκνα Eur. Herc. Fur. 1422.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκόμιστος: -ον, ὃν δυσκόλως φέρει τις, ἀφόρητος, ἀσνυπόφορος, πότμος, Σοφ. Ἀντ. 1346· τέκνα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1423
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter, intolérable.
Étymologie: δυσ-, κομίζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 sent. moral difícil de sobrellevar πότμος S.Ant.1346, ἄχη E.HF 1422.
2 sent. fís. difícil de transportar neutr. subst. τὸ δ. dificultad de transporte de ciertos árboles, Thphr.HP 5.8.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσκόμιστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα μεταφέρεται («δυσκόμιστο φορτίο»)
αρχ.
αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή υποφέρει κανείς.
Greek Monotonic
δυσκόμιστος: -ον (κομίζω), δύσκολος στο να υποφερθεί, αφόρητος, ανυπόφορος, δυσβάσταχτος, σε Σοφ., Ευρ.