ἐπιμίξ: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμίξ]] (Α) [[επιμίγνυμι]]<br /><b>επίρρ.</b> ανάμικτα, [[χωρίς]] [[διάκριση]] («[[ἐπιμίξ]], ἵπποι τε καὶ αὐτοί», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιμίξ]] (Α) [[επιμίγνυμι]]<br /><b>επίρρ.</b> ανάμικτα, [[χωρίς]] [[διάκριση]] («[[ἐπιμίξ]], ἵπποι τε καὶ αὐτοί», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμίξ:''' Επικ. επίρρ. ([[ἐπιμίγνυμι]]), συγκεχυμένα, ανακατωμένα, pêle-mêle, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμίξ Medium diacritics: ἐπιμίξ Low diacritics: επιμίξ Capitals: ΕΠΙΜΙΞ
Transliteration A: epimíx Transliteration B: epimix Transliteration C: epimiks Beta Code: e)pimi/c

English (LSJ)

Ep. Adv.

   A mixedly, confusedly, pell-mell, ἐ. ἵπποι τε καὶ αὐτοί Il.11.525, cf. 21.16; ἐ. δέ τε μαίνεται Ἄρης Ares rages without respect of persons, Od.11.537; ἐ. κτείνονται Il.14.60: in later Prose, LXX Wi.14.25.

German (Pape)

[Seite 963] vermischt, durch einander, gemengt, ohne Unterschied durch einander, ἐπιμίξ, ἵπποι τε καὶ αὐτοί Il. 11, 525, κτείνονται ἐπιμίξ 14, 60, ἐπιμὶξ μαίνεται Ἄρης, ohne Unterschied zu machen wüthet Ares gegen den Einen wie gegen den Andern, Od. 11, 537. – Sp., wie Aristaen. 1, 1. – Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 298.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμίξ: Ἐπικ. ἐπίρρ. (ἐπιμίγνυμι), ἀναμίξ, ἐπιμὶξ ἵπποι τε καὶ αὐτοί, «ἀναμεμιγμένοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 525, Φ. 16· ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης, ὁ Ἄρης μαίνεται ἄνευ διακρίσεως προσώπων, Ὀδ. Λ. 537· κτείνονται ἐπιμὶξ Ἰλ. Ξ. 60: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΔϳ, 25).

French (Bailly abrégé)

adv.
confusément, pêle-mêle.
Étymologie: ἐπί, μίγνυμι.

English (Autenrieth)

indiscriminately.

Greek Monolingual

ἐπιμίξ (Α) επιμίγνυμι
επίρρ. ανάμικτα, χωρίς διάκρισηἐπιμίξ, ἵπποι τε καὶ αὐτοί», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐπιμίξ: Επικ. επίρρ. (ἐπιμίγνυμι), συγκεχυμένα, ανακατωμένα, pêle-mêle, σε Όμηρ.