θορυβοποιός: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[θορυβοποιός]], -όν)<br />αυτός που κάνει θόρυβο, αυτός που δημιουργεί [[ταραχή]], [[ταραχοποιός]], [[ταραξίας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί την [[προσοχή]] του κοινού με επιδεικτικές φράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θόρυβος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]])].
|mltxt=-ό (Α [[θορυβοποιός]], -όν)<br />αυτός που κάνει θόρυβο, αυτός που δημιουργεί [[ταραχή]], [[ταραχοποιός]], [[ταραξίας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί την [[προσοχή]] του κοινού με επιδεικτικές φράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θόρυβος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θορῠβοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που προκαλεί, δημιουργεί θόρυβο ή [[ταραχή]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορῠβοποιός Medium diacritics: θορυβοποιός Low diacritics: θορυβοποιός Capitals: ΘΟΡΥΒΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thorybopoiós Transliteration B: thorybopoios Transliteration C: thoryvopoios Beta Code: qorubopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making an uproar, turbulent, πλῆθος Plu. Mar.28.

German (Pape)

[Seite 1215] Lärm machend, Unruhe anstiftend, aufrührerisch, Plut. Phoc. 16 Mar. 28.

Greek (Liddell-Scott)

θορῠβοποιός: -όν, ὁ ποιῶν θόρυβον, ταραχώδης, Πλούτ. ἐν Μαρ. 28.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait du bruit, du tapage, qui cause du désordre.
Étymologie: θόρυβος, ποιέω.

Greek Monolingual

-ό (Α θορυβοποιός, -όν)
αυτός που κάνει θόρυβο, αυτός που δημιουργεί ταραχή, ταραχοποιός, ταραξίας
νεοελλ.
μτφ. αυτός που προκαλεί την προσοχή του κοινού με επιδεικτικές φράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θόρυβος + -ποιός (< ποιώ)].

Greek Monotonic

θορῠβοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που προκαλεί, δημιουργεί θόρυβο ή ταραχή, σε Πλούτ.