μιμολόγος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιμολόγος]], ὁ (ΑΜ)<br />[[ηθοποιός]] που παίζει μίμους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[συνθέτης]] μίμων<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μιμολόγος]], -<i>ον</i><br />αυτός που μιμείται τη [[φωνή]] του ανθρώπου ή [[κάτι]] [[άλλο]], αυτός που επαναλαμβάνει περιπαικτικά τη [[φωνή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῖμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=[[μιμολόγος]], ὁ (ΑΜ)<br />[[ηθοποιός]] που παίζει μίμους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[συνθέτης]] μίμων<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μιμολόγος]], -<i>ον</i><br />αυτός που μιμείται τη [[φωνή]] του ανθρώπου ή [[κάτι]] [[άλλο]], αυτός που επαναλαμβάνει περιπαικτικά τη [[φωνή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῖμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῑμολόγος:''' -ον, αυτός που συνθέτει ή απαγγέλλει το ποιητικό δραματικό είδος <i>μῖμοι</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμολόγος Medium diacritics: μιμολόγος Low diacritics: μιμολόγος Capitals: ΜΙΜΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: mimológos Transliteration B: mimologos Transliteration C: mimologos Beta Code: mimolo/gos

English (LSJ)

ὁ,

   A actor, reciter of mimes, Ath.Mitt.26.4 (Athens, iii B. C.), Gal.17(2).150.    2 composer, writer of mimes, Ph. 2.345 (pl.), J.Vit.3, AP7.556 (Theod.).    II as Adj., metaph., mocking, ἠχὼ μ. APl.4.155 (Euod.).

German (Pape)

[Seite 187] Mimen machend, dichtend, vortragend, Sp.; νεκύων, Theodor. 2 (VII, 556); ἠχώ, der nachsprechende Widerhall, Euod. 2 (Plan. 155).

Greek (Liddell-Scott)

μῑμολόγος: ὁ, ὁ ποιῶν ἢ ἀπαγγέλλων μίμους, Ἀνθ. Π. 7. 556, Γαλην. 17. 2, 150· - ὡς ἐπίθετ., μιμολόγος, ὁ, ἡ, ὁ μιμούμενος τὴν φωνὴν ἀνθρώπου ἢ οἱανδήποτε ἄλλην φωνήν, μιμολόγος ἠχώ, ἡ ἀντίθρουν φθόγγον ἔμπαλιν ᾄδουσα, ἡ λάλος, Ἀνθ. Πλαν. 155.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui imite la parole;
II.μιμολόγος;
1 acteur de mimes;
2 qui compose ou récite des mimes.
Étymologie: μῖμος, λέγω³.

Greek Monolingual

μιμολόγος, ὁ (ΑΜ)
ηθοποιός που παίζει μίμους
αρχ.
1. ο συνθέτης μίμων
2. ως επίθ. μιμολόγος, -ον
αυτός που μιμείται τη φωνή του ανθρώπου ή κάτι άλλο, αυτός που επαναλαμβάνει περιπαικτικά τη φωνή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + -λόγος].

Greek Monotonic

μῑμολόγος: -ον, αυτός που συνθέτει ή απαγγέλλει το ποιητικό δραματικό είδος μῖμοι, σε Ανθ.